Η συμπάθεια προς τη Ρωσία, για τους περισσότερους, αρχίζει και σταματάει στο «ομόθρησκο», με όσα λίγα ή πολλά μπορεί να συμπεριλαμβάνει.
Παρ’ ότι όμως υπάρχουν και άλλες «ομόθρησκες» Χώρες, καμιά τους δεν μπορεί να πάρει τη θέση της Ρωσίας στο μυαλό των Ελλήνων.
Τελευταία, είχε προστεθεί και ο τουριστικός – οικονομικός παράγοντας, σε μικρότερη όμως κλίμακα από τουρίστες ή επιχειρηματίες άλλων Κρατών και μέχρι εκεί.
Για όσα τραγικά λαμβάνουν χώρα στην Ουκρανία κανένας δεν μπορεί να υπερθεματίζει. Όμως σε πολλές ιδιωτικές συζητήσεις είναι κοινό μυστικό, ότι κανένας δεν κακολογεί τη Ρωσία, στον βαθμό των ενεργειών που πράττει ή που της αποδίδονται, λες και έχει γίνει «μυστική συμφωνία» να ξεχαστούν οι νεκροί του πολέμου και όλες οι συμφορές που ο πόλεμος έφερε μαζί του.
Εξ’ ου και υπάρχει άτυπη διάσταση ανάμεσα στην Κυβέρνηση και σε μεγάλη μερίδα της Κοινωνίας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την έντονη αντίδραση που υπήρξε στην αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία, ανεξαρτήτως στρατηγικής σημασίας ή πολιτικής ερμηνείας της ενέργειας αυτής.
Η ομιλία του Ουκρανού Προέδρου στην Ελληνική Βουλή πέρασε αμέσως σε δεύτερη μοίρα και όλοι θα θυμούνται την ταυτόχρονη ηλεκτρονική παρουσία του Ελληνικής, κατά δήλωσή του, καταγωγής ενταγμένου στο Τάγμα Αζόφ.
Η υπό την απόλυτη έγκριση του Προέδρου της Ουκρανίας ενέργεια αυτή πυροδότησε πολλά και σοβαρά ζητήματα. Πρώτα απ’ όλα, πως είναι δυνατόν, όταν πραγματοποιείται επίσημη ομιλία της ανώτατης Ηγεσίας των δύο Κρατών, να παρεμβαίνει κάποιος τελείως ξένος από την Κυβερνητική πολιτική;
Επίσης, γιατί ο Ουκρανός Πρόεδρος δεν επέλεξε κάποιο επίσημο μέλος της Ελληνικής Ομογένειας, να σταθεί δίπλα του;
Γιατί δεν αναφέρθηκε στο θέμα της Ελληνικής γλώσσας στην Ουκρανία και τη χρήση της από την Ομογένεια; Γιατί επιλέχθηκε μέλος του Τάγματος Αζόφ, στο οποίο αποδίδονται εδώ και πολλά χρόνια πολλές και τρομακτικές ενέργειες εναντίον πολιτών, ομού με την πολιτική ταυτότητα που το ίδιο έχει επιλέξει για τον εαυτό του; Και πολλά άλλα ακόμη μπορούν να προστεθούν, τα οποία δικαιολογούν την «Ρωσική συμπάθεια».
Αν προσθέσουμε και την μή αναφορά του Ουκρανού Προέδρου, κατά την ομιλία του στην Κυπριακή Βουλή, στο θέμα της Τουρκικής κατοχής, δεν είναι παράξενη η αύξηση του κλίματος συμπαθείας προς την Ρωσία. Αυτός τουλάχιστον είναι συνεπής στις πολύ στενές σχέσεις του με την Τουρκία, τις οποίες καλλιεργεί συνεχώς και τις διαφυλάττει.
Δεν είναι όμως συνεπής με το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο επικαλείται επιλεκτικά μόνο για όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία.
Η Κυβέρνηση μας έχει κάνει την επιλογή των ενεργειών της και τις ακολουθεί, συντασσόμενη απολύτως με αυτές των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης και μή προβάλλοντας τα δικά μας Εθνικά θέματα, τα οποία είναι ταυτόσημα όσων συμβαίνουν.
Είναι μία επιλογή, για την οποία πολλά μπορούν να λεχθούν, όμως σε διεθνές επίπεδο και σύμφωνα με τη δυναμική μας σίγουρα δεν μπορεί να μην χαρακτηριστεί και σαν μονόδρομος. Και παρ’ ότι αυτό είναι γνωστό, για τους ίδιους λόγους προστίθεται αντίστροφα στον ιδιόμορφο χαρακτήρα της συμπάθειας προς την Ρωσία.
Όλα όσα συμβαίνουν και όσα θα συμβούν, δεν τα γνωρίζουμε, όπως δεν τα γνωρίζει και η Ευρώπη, η οποία έχει προσκολληθεί τυφλά στις ΗΠΑ.
Η κατάσταση στην Ουκρανία είναι πρωτοφανής και στο ότι ανεπίσημα της παρέχεται τεράστια βοήθεια από τη Δύση, χωρίς όμως επίσημα να εμπλακούν σε μάχες Δυτικά στρατεύματα και κατ’ επέκταση σε πόλεμο η Δύση με τη Ρωσία.
Ισορροπίες ιδιόρρυθμες, ισορροπίες που αφορούν την παγκόσμια εξουσία και την δι’ αυτής επιβολή απόψεων, ισορροπίες τις οποίες σαν Χώρα απλώς θα παρακολουθούμε χωρίς δικαίωμα λόγου ή παρεμβάσεως.