Την αύξηση των ορίων των απευθείας αναθέσεων από τις 20.000 ευρώ που είναι σήμερα στις 30.000 ευρώ για προμήθεια αγαθών, υπηρεσιών και μελετών και στις 60.000 ευρώ από 20.000 ευρώ για δημόσια έργα, προβλέπει το σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων που κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή, με το οποίο επέρχονται αλλαγές στο νόμο 4412/2016 που αφορά τις δημόσιες συμβάσεις.
Ωστόσο, για την εξασφάλιση της διαφάνειας, το νέο πλαίσιο ορίζει ότι πριν την κατακύρωση - ανάθεση της σύμβασης, αυτή (η σύμβαση) θα πρέπει να αναρτηθεί για διάστημα πέντε ημερών στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων (ΚΗΜΔΗΣ), ώστε ο κάθε ενδιαφερόμενος να μπορεί να λάβει γνώση ποιος θα την αναλάβει και με το ύψος του τιμήματος.
Συνεπώς, αν κάποιος οικονομικός φορέας μπορεί να προσφέρει καλύτερο τίμημα για την ίδια ποιότητα προϊόντων ή υπηρεσιών, έχει τη δυνατότητα να ενημερώσει την αναθέτουσα αρχή. Στη συνέχεια, αν η αναθέτουσα αρχή κρίνει ότι η προσφορά είναι καλύτερη, τότε μπορεί να τον προσκαλέσει να υποβάλει προσφορά και να του αναθέσει τη σύμβαση. Επισημαίνεται ότι για να κατατεθεί νέα προσφορά, θα πρέπει να υπάρξει πρόσκληση από την αναθέτουσα αρχή στον συγκεκριμένο οικονομικό φορέα.
Όπως αναφέρουν στελέχη του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, με τη συγκεκριμένη πρόνοια, ακόμη και στην περίπτωση των απευθείας αναθέσεων, θα υπάρχει διαφάνεια, καθώς πριν την ανάθεσή τους θα τελούν για πέντε ημέρες υπό δημοσιότητα.
Στο ίδιο πλαίσιο, δηλαδή της διασφάλισης της διαφάνειας, για τις απευθείας αναθέσεις συμβάσεων έργων και για ποσά μεταξύ 30.000 έως 60.000 ευρώ, η αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να απευθύνεται σε τρεις τουλάχιστον οικονομικούς φορείς και να επιλέγει τη βέλτιστη προσφορά. Ομοίως και σε αυτή την περίπτωση ισχύει η δημοσιότητα των πέντε ημερών.
Με το νομοσχέδιο, αλλάζει και η βάση υπολογισμού των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης. Ειδικότερα, ως προτεινόμενη βάση υπολογισμού θεωρείται πλέον η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, δηλαδή ο αρχικός προϋπολογισμός αντί της συμβατικής αξίας που προβλέπεται στις υφιστάμενες διατάξεις, καθώς και η αναπροσαρμογή του ποσοστού των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης, στις συμβάσεις προμηθειών και γενικών υπηρεσιών, σε 4% αντί του ισχύοντος 5%.
Η διάταξη στοχεύει κυρίως στην αντιμετώπιση των πολύ μεγάλων εκπτώσεων που προσφέρονται στους διαγωνισμούς δημόσιων έργων, οι οποίες συμπαρασύρουν σε χαμηλό επίπεδο και το ύψος της σχετικής εγγύησης καλής εκτέλεσης, και έχουν συχνά ως αποτέλεσμα την αδυναμία του οικονομικού φορέα να εκτελέσει την ανατιθέμενη σε αυτόν σχετική σύμβαση.
Εισάγεται, επίσης, για πρώτη φορά η «εγγύηση προσθέτου χρόνου εγγύησης» στις δημόσιες συμβάσεις έργων, όταν προσφέρεται και αξιολογείται ως κριτήριο ανάθεσης της σύμβασης επιπλέον χρόνος εγγύησης της καλής λειτουργίας του έργου, με σκοπό την ελαχιστοποίηση των κινδύνων πλημμελούς εκτέλεσής τους. Το ποσό της εν λόγω εγγύησης υπολογίζεται βάσει μαθηματικού τύπου που έχει ως βασική παράμετρο υπολογισμού το μέγεθος του πρόσθετου χρονικού διαστήματος εγγύησης.
Επίσης, προσδιορίζεται το ανώτατο ποσοστό της εγγύησης καλής λειτουργίας, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης, σε αντίθεση με την υφιστάμενη διάταξη, με την οποία δεν ορίζεται συγκεκριμένο ποσοστό και επαφίεται στην απόλυτη ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να το καθορίσει στα έγγραφα της σύμβασης. Με το άρθρο 122 τροποποιείται το άρθρο 313 του ν. 4412/2016 και εισάγονται οι τροποποιήσεις του άρθρου 88 του ν. 4412/2016 (Βιβλίο Ι) στις αντίστοιχες διατάξεις του Βιβλίου ΙΙ για τους αναθέτοντες φορείς.