Στην πρωτεύουσα μιας παγκόσμιας δύναμης, ένα πολιτικό σύστημα που μαστίζεται από δυσλειτουργία και το οποίο θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπο με εκλογές,ο δηγεί σε μία πορεία διαρκώς αυξανόμενου χρέους.
Αυτό το έθνος μπορεί εύκολα να θεωρηθεί πως είναι οι ΗΠΑ, αλλά στην πραγματικότητα είναι το Βέλγιο, η πρωτεύουσα του οποίου φιλοξενεί βασικά θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το Ευρωκοινοβούλιο μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Με μικρό πληθυσμό και περιορισμένο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, η έλλειψη αυτοσυγκράτησης που επισκιάζει τα δημοσιονομικά της χώρας μοιάζει όλο και περισσότερο με εκείνη της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, αλλά χωρίς την ατιμωρησία που συνεπάγεται το τύπωμα του δολαρίου.
«Σίγουρα, η τρέχουσα κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί», δήλωσε ο Πίτερ Βάντεν Χούτε, οικονομολόγος της ING στις Βρυξέλλες. «Μπορεί να χρειαστεί πολύς χρόνος για να εκλεχθεί νέα κυβέρνηση. Όλα αυτά σημαίνουν ότι το Βέλγιο μπορεί πράγματι να είναι ευάλωτο σε αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές».
Ενώ μοιράζεται προβλήματα με άλλες πλούσιες οικονομίες, όπως το υψηλότερο κόστος δανεισμού, η γήρανση του πληθυσμού, η αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας και οι πιεστικές δεσμεύσεις για την άμυνα και το κλίμα, το έθνος έχει επίσης γίνει όλο και πιο δύσκολο να διακυβερνηθεί, ενώ οι επερχόμενες εκλογές στις 9 Ιουνίου πιθανώς δεν θα αλλάξουν αυτό το αφήγημα.
Όπως και οι ΗΠΑ, το χρέος του Βελγίου ως ποσοστό του ΑΕΠ υπερβαίνει ήδη το 100% και η αναλογία αυτή θα αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες και στις δύο χώρες μέχρι το 2029, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ενώ οι μεγαλύτερες χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία άρχισαν πρόσφατα να δανείζονται περισσότερο, στοχεύουν τουλάχιστον σε ελλείμματα πιο κοντά στο επίπεδο του 3% που υποτίθεται ότι επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι χώρες αυτές σύντομα θα δεχτούν επιπλήξεις από την Ε.Ε., με το Βέλγιο να είναι πιθανό να προσελκύσει αξιοσημείωτο έλεγχο για την έλλειψη της δημοσιονομικής πειθαρχίας του.
Η αυξανόμενη στήριξη των πολιτών προς ένα λαϊκιστικό κόμμα θα μπορούσε να περιπλέξει τα πράγματα. Η ακροδεξιά, αντιμεταναστευτική ομάδα Vlaams Belang, η οποία εδώ και καιρό ζητά την απόσχιση της βόρειας περιοχής της Φλάνδρας, συγκεντρώνει ποσοστό άνω του 25% στη χώρα.
Αν και δεν είναι πιθανό να αποτελέσει κομμάτι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η άνοδός της θα μπορούσε να αφήσει σε άλλα κόμματα ακόμη λιγότερα περιθώρια να σχηματίσουν έναν κυβερνητικό συνασπισμό.
Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να επιμηκύνει τη διάρκεια της θητείας μιας πιθανής υπηρεσιακής κυβέρνησης στη θέση της, η οποία θα κατέχει περιορισμένη εξουσία όσον αφορά την αντιμετώπιση του χρέους του Βελγίου.
Ο Βάντεν Χούτε της ING δεν έχει πειστεί. «Αν κοιτάξετε τώρα τα προεκλογικά προγράμματα των διαφόρων πολιτικών κομμάτων, κανείς δεν μιλάει πραγματικά για το πώς θα μειωθεί ο προϋπολογισμός», είπε.
Η περίπλοκη αυτή διοικητική δομή θέτει ένα άλλο εμπόδιο ττο οποίο πρόσφατα υπογράμμισε η κεντρική τράπεζα. Εν τω μεταξύ, ούτε οι αυξανόμενες δημοσιονομικές πιέσεις βοηθούν. Παρά το γεγονός ότι φιλοξενεί την έδρα του ΝΑΤΟ, το Βέλγιο δαπάνησε μόνο το 1,1% του ΑΕΠ για την άμυνα το 2023, το δεύτερο χαμηλότερο ποσό στη συμμαχία και πολύ μακριά από το επίπεδο-στόχο του 2% των μελών.
Οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παρακολουθούν τη χώρα στενά, καθώς τόσο η Fitch Ratings όσο και η Scope Ratings έχουν αρνητικές προοπτικές για την οικονομία της.
Αυτό που έχει στηρίξει το καθεστώς υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας είναι ο πλούτος της. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Βελγίου, προσαρμοσμένο ως προς την αγοραστική δύναμη, ήταν το έκτο υψηλότερο στην Ε.Ε. πέρυσι.
Όπως και με άλλους ομολόγους της στη ζώνη του ευρώ, τα ομόλογα της χώρας έχουν απολαύσει πρόσφατα την εύνοια των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αναφοράς κυμαίνεται γύρω στο 3%, κοντά στο μέσο όρο από την αρχή του έτους, αφήνοντας το ασφάλιστρο έναντι των ομολόγων της Γερμανίας κοντά σε χαμηλό διετίας, στις 54 μονάδες βάσης.
Με τους επενδυτές να μην ενοχλούνται προς το παρόν, η Ε.Ε. θα κληθεί να ωθήσει τα μέλη της να διορθώσουν τα δημοσιονομικά τους. Ενώ το καθεστώς χρέους και ελλείμματος είχε ανασταλεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κανόνες εφαρμόζονται και πάλι, αν και με περισσότερα περιθώρια.
Έντεκα ευρωπαϊκές οικονομίες παραβίασαν πέρυσι το όριο του 3% για το έλλειμμα, αλλά μερικές οριακές περιπτώσεις μπορεί να συγχωρεθούν λόγω ελαφρυντικών παραγόντων, σύμφωνα με πηγές του Bloomberg.
Το Βέλγιο είναι πιθανό να είναι μεταξύ των χωρών που θα επιπλήξει εκ νέου η Επιτροπή μόλις λάβει τα τελικά στοιχεία από τη Eurostat αυτόν τον μήνα.
Δεδομένης της πιθανής ανικανότητας της χώρας να διορθώσει αυτή την κατάσταση και της αντίθεσης με τους ομολόγους της, μπορεί να είναι υποψήφια για περαιτέρω κλιμάκωση των επιπτώσεων, όπως την επιβολή προστίμων και αυξανόμενης πίεσης για να αντιδράσει και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό.
Το κατά πόσον το πολιτικό σύστημα του Βελγίου μπορεί να αντιστρέψει την πορεία των δημοσιονομικών του θα αποτελέσει βασική δοκιμασία για τους νέους κανόνες της Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια. Διαφορετικά, όπως ακριβώς και με τις ΗΠΑ, ο έλεγχος για το αυξανόμενο χρέος του θα συνεχίσει να εντείνεται.
«Πρέπει να αποφύγουμε τις επιπλήξεις από άλλες χώρες. Πρέπει να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις», δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών της χώρας Βίνσεντ Βαν Πέτεγκεμ σε πρόσφατη συνέντευξή του.