Όχι τυχαία, προφανώς ο Πρόεδρος της μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν επέλεξε να ανακοινώσει το όνομα του νέου, προσωρινού διευθυντή αργά το απόγευμα του Σαββάτου, σε ώρα που οι κυριακάτικες εκδόσεις είχαν κλείσει, προκειμένου να μη δοθεί μεγάλη έμφαση, υπενθυμίζοντας πως ένας δικός του άνθρωπος, σύμφωνα με τις κατηγορίες, έκλεβε αντικείμενα από τις αποθήκες και τα πωλούσε στο διαδίκτυο, επί σειρά ετών, χωρίς οι μέχρι προσφάτως ιθύνοντες να καταλάβουν το παραμικρό, παρότι είχαν από καιρό δεχτεί καταγγελίες τις οποίες ωστόσο δεν ερεύνησαν επαρκώς.
Όπως με νόημα επισήμανε στην λιτή ανακοίνωσή του ο Τζορτζ Όσμπορν «ο Μαρκ είναι ένας από τους πιο έμπειρους και αξιοσέβαστους επικεφαλής μουσείων στον κόσμο και θα ασκήσει τη διοίκηση που χρειάζεται το μουσείο αυτή τη στιγμή» υπογραμμίζοντας πως στις προτεραιότητες και των δύο βρίσκονται η επιτάχυνση της καταλογογράφισης όσων αντικειμένων του μουσείου δεν έχουν καταγραφεί και είναι εκτεθειμένα σε επίδοξους κλέφτες αλλά και στην μεγάλη ανακαίνιση που προγραμματίζεται για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Πράγματι, ο Μαρκ Τζόουνς έχει διαγράψει μια εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία ως ηγετική φυσιογνωμία σε μουσεία. Κουβαλώντας στη φαρέτρα των ακαδημαϊκών προσόντων του σπουδές πολιτικής, φιλοσοφίας, οικονομικών αλλά και ιστορίας της τέχνης αποτελούσε ιδανική επιλογή για τις διαχειριστικές θέσεις των μεγάλων μουσείων. Το Βρετανικό Μουσείο μάλιστα το γνωρίζει πολύ καλά καθώς επί 18 ολόκληρα χρόνια, από το 1974 έως το 1992, εργάστηκε στο τμήμα νομισμάτων και μεταλλίων.
Το 1992 ανέλαβε την πρώτη ανώτατη διοικητική του θέση, αυτή του διευθυντή των Εθνικών Μουσείων της Σκωτίας στην οποία παρέμεινε μέχρι το 2001, επιβλέποντας, μεταξύ άλλων τη δημιουργία ενός νέου μεγάλου μουσείου, στο Εδιμβούργο.
Οι γνώσεις αλλά και οι διοικητικές του ικανότητες είχαν πλέον δημιουργήσει μια εξαιρετική φήμη γύρω από το όνομά του. Η τιμητική πρόταση που τού έγινε λοιπόν το 2001 να αναλάβει τη διεύθυνση του Victoria & Albert Μuseum, ενός από τα μεγαλύτερα και δημοφιλέστερα μουσεία του Λονδίνου, έμοιαζε ως μια φυσική εξέλιξη στην καριέρα του. Από αυτή τη θέση ωστόσο κατέκτησε την διεθνή καταξίωση καθώς τα επιτεύγματά του ήταν πολλά και σημαντικά. Την πρώτη του μέρα ως διευθυντής, ανακοίνωσε την κατάργηση των τελών εισόδου στο μουσείο ενώ υπό την πλήρη ευθύνη του οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη ανακαίνιση, που κόστισε συνολικά 120 εκ. λίρες, στο πλαίσιο της οποίας λειτούργησαν δύο νέες πτέρυγες, αυτές του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι επί των ημερών του το μουσείο σημείωσε ρεκόρ επισκεψιμότητας!
Η θέση του για κοινή χρήση των Γλυπτών του Παρθενώνα
Κατά το παρελθόν ο Μαρκ Τζόουνς έχει εκφράσει δημόσια τη θέση του για την μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ Ελλάδας – Βρετανίας που αφορά στον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα. Μιλώντας το 2002, στον βρετανικό τύπο είχε ταχθεί υπέρ της συνεργασίας και της εξεύρεσης μιας λύσης, η οποία θα μπορούσε να ήταν, κατά την άποψή του η κοινή χρήση των ελληνικών θησαυρών: «Πρέπει να υπάρχει μια πιθανότητα ότι κάτι θα μπορούσε τώρα να λειτουργήσει για όλες τις πλευρές. Δεν μπορώ να πω σε ένα άλλο μουσείο πώς να συμπεριφερθεί σε αυτό το θέμα, αλλά πιστεύω ότι είναι δυνατόν να αναπτυχθούν συνεργασίες. Μπορεί να είναι καλό να εκτίθενται αντικείμενα σε διαφορετικά μέρη» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά προσθέτοντας: « «Όπου υπάρχει μια ισχυρή πεποίθηση, υπάρχει και μια ευκαιρία, εάν μπορεί να αναγνωριστεί. Δεν πρόκειται απαραίτητα για περίπτωση μεταβίβασης ιδιοκτησίας ή επιστροφής των μαρμάρων οριστικά, αλλά όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα πράγματα είναι πραγματικά σημαντικά, όπως κάνουν οι Έλληνες και το Βρετανικό Μουσείο σε αυτήν την περίπτωση, αυτό είναι πραγματικά καλό. Η απάθεια είναι ο μεγάλος εχθρός μας».
Ο αρχαιολόγος νέος αναπληρωτής διευθυντής
Πριν από μερικές ημέρες στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο των εργαζόμενων του Βρετανικού Μουσείου έφθασε ένα μήνυμα από τον Τζορζ Όσμπορν ο οποίος τούς ενημέρωσε πως τη θέση του επίσης παραιτηθέντος αναπληρωτή διευθυντή, Τζόναθαν Ουίλιαμς, αναλαμβάνει, επίσης προσωρινά, ο Καρλ Χέρον. Πρόκειται για έναν έγκριτο αρχαιολόγο, με ειδίκευση στη βιοαρχαιολογία και την ισοτοπική χρονολόγηση αρχαιολογικών υλικών και οργανικών αντικειμένων, ο οποίος έχει αναλάβει από το 2016 τη διεύθυνση επιστημονικής έρευνας του Βρετανικού Μουσείου,
Πριν την ανάληψη της συγκεκριμένης θέσης είχε διατελέσει, επί 25 ολόκληρα χρόνια, επικεφαλής των αρχαιολογικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μπράντφορντ.
«Ο Καρλ είναι μια αξιοσέβαστη αρχή στο μουσείο, οπότε είμαι βέβαιος ότι θα του ευχηθείτε όλοι καλή επιτυχία σε αυτή τη θέση» κατέληγε στο μήνυμά του ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου.