Η «βόμβα» όχι μόνο για την παρούσα κυβέρνηση αλλά και για τις επόμενες είναι έτοιμη να σκάσει και ακούει στο όνομα αναδρομικά.
Πολλοί έχουν πάρει αψήφιστα τις προειδοποιήσεις για δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας μεγαλύτερο κι από την κρίση που μας οδήγησε στα μνημόνια.
Και το ΔΝΤ, και οι Ευρωπαίοι, και η Τράπεζα της Ελλάδας έχουν προειδοποιήσει ότι υπόθεση των αναδρομικών μπορεί να τινάξει στον αέρα την οικονομία, ενόψει των δικαστικών αποφάσεων που αναμένονται.
Ο τρόμος απέναντι στο επερχόμενο τσουνάμι επιβεβαιώνονται και από τις μαζικές αγωγές που κατατίθενται.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ» της Τετάρτης που υπογράφει η Μίνα Μουστάκα, νέος γύρος διεκδίκησης αναδρομικών, που έρχονται να προστεθούν στις ήδη εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις με άγνωστο δημοσιονομικό κόστος, ανοίγει μετά το πρόσφατο μπαράζ πρωτόδικων δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν γιατρούς του ΕΣΥ.
Η βάση για τον δικαστικό αγώνα τέθηκε με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα Πρωτοδικεία Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές διατάξεις του νέου μισθολογίου του 2017 και δικαίωσαν τους γιατρούς του ΕΣΥ επιδικάζοντας διαφορές αποδοχών για τη διετία 2017-2018 που ξεκινούν από 19.000 ευρώ ώς 24.000 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με παλαιότερες δικαστικές αποφάσεις είχαν κριθεί αντισυνταγματικές οι περικοπές των αποδοχών των γιατρών του ΕΣΥ που έγιναν με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012, κάτι που οδήγησε την κυβέρνηση να καταβάλλει ένα μέρος των περικοπών που επιδίκαζαν τα δικαστήρια για τη διετία 2015 – 2016.
Στη συνέχεια ακολούθησε ο νόμος 4472/2017 για τα ειδικά μισθολόγια, ο οποίος όμως προέβλεπε τελικά μικρότερες καθαρές αποδοχές για τους γιατρούς του ΕΣΥ.
Ετσι, τώρα τα δικαστήρια ύστερα από νέες αγωγές των γιατρών του ΕΣΥ, κρίνουν ότι οι ρυθμίσεις του νόμου 4472/2017, για τους γιατρούς του ΕΣΥ, είναι αντισυνταγματικές και επιδικάζουν διαφορές αποδοχών για τα έτη 2017 και 2018.
Οι αποφάσεις αυτές, που από μόνες τους – εφόσον βέβαια καταστούν στο μέλλον αμετάκλητες – έχουν ένα δημοσιονομικό βάρος, μπορούν να κρύβουν και άλλες μεγαλύτερες οικονομικές διαστάσεις, για τις οποίες όμως κανείς δεν είναι σε θέση εκ των προτέρων να… βγάλει τον λογαριασμό.
Κι αυτό γιατί σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών κύκλων οι πρωτόδικες αυτές αποφάσεις ενδέχεται να αποτελέσουν πιλότο για διεκδικήσεις διαφορών αποδοχών εργαζομένων που αμείβονται με τα ειδικά μισθολόγια.
Και έτσι μέσα στους επόμενους μήνες, σύμφωνα πάντα τις ίδιες πηγές, πιθανολογείται ότι μπορεί να υπάρξει κύμα νέων προσφυγών στη Δικαιοσύνη.
Βέβαια, δεν μπορεί να παραγνωρίσει πως οι θετικές κρίσεις της δικαιοσύνης για τον νέο κύκλο των αναδρομικών έχουν, τουλάχιστον επί του παρόντος, τη σφραγίδα των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Γεγονός, που πρακτικά σημαίνει πως ο δρόμος μέχρις ότου φτάσουν οι συγκεκριμένες προσφυγές στον Αρειο Πάγο να εκδικαστούν και να κριθούν, θα έχει μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον δε, εκ των πραγμάτων η πλάστιγγα της Θέμιδος, όπως σε όλες τις υποθέσεις, είναι άγνωστο προς τα πού θα γείρει.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο λογαριασμός των δικαστικών διεκδικήσεων για αναδρομικά σε μισθούς και δώρα, καθώς και από την αποκατάσταση μισθών συνεχώς… φουσκώνει και ενώ ακόμα αναμένονται κρίσιμες δικαστικές αποφάσεις, που εκκρεμούν ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και αφορούν τόσο τις διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου, όσο και την επιστροφή των κομμένων δώρων (Χριστούγεννα, Πάσχα και επίδομα θερινής άδειας).
Ανεξάρτητα, πάντως, από το δια ταύτα των δικαστικών αποφάσεων, ένα είναι βέβαιον: Οτι το «κλειδί» γι΄αυτές τις σοβαρές και κρίσιμες υποθέσεις, με έντονο κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο, κρατούν οι δικαστικοί λειτουργοί, σε όλα τα πεδία της δικαιοσύνης.
Από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια που με δεκάδες αποφάσεις τους έχουν ανοίξει και εξακολουθούν να ανοίγουν δρόμους για τέτοιου είδους διεκδικήσεις από διάφορες κατηγορίες εργαζομένων, μέχρι τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας από την κρίση των οποίων εξαρτάται η δικαίωση χιλιάδων εργαζομένων, αλλά και ο καθορισμός του τελικού δημοσιονομικού κόστους.
Και ενώ οι πρόσφατες αποφάσεις για τους γιατρούς του ΕΣΥ θα κριθούν, όπως όλα δείχνουν σύντομα από το Εφετείο και εντέλει από τον Αρειο Πάγο, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται και οι αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ, ενώπιον του οποίου έχουν συζητηθεί οι προσφυγές που αφορούν τη συνταγματικότητα ή μη των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου, καθώς και τη συνταγματικότητα ή μη της κατάργησης των ήδη περικομμένων δώρων σε εν ενεργεία υπαλλήλους του Δημοσίου.
Οπως είναι γνωστό, το 6ο Τμήμα του ΣτΕ, υπό τη διευρυμένη 7μελή σύνθεσή του, έχει αναγνωρίσει ότι είναι αντισυνταγματική η κατάργηση των ήδη ψαλιδισμένων δώρων σε εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους. Το ζήτημα έχει ήδη παραπεμφθεί προς τελική επίλυση στην Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά κατά γενική ομολογία ανοίγει ένα παράθυρο με… θέα τη δικαίωση χιλιάδων εργαζομένων στο Δημόσιο.
Η απόφαση αυτή, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι δεν είναι οριστική και επί της ουσίας δεν παράγει κάποιο έννομο αποτέλεσμα και πολύ περισσότερο δεν οδηγεί κανέναν για είσπραξη στο ταμείο, εντούτοις – σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών – ενδέχεται να προκαλέσει και αυτή νέο κύμα προσφυγών και διεκδικήσεων εκ μέρους και άλλων δημοσίων υπαλλήλων.
Επιπλέον, στις 13 Μαΐου αναμένεται να συζητηθεί ενώπιον του 6ου Τμήματος του ΣτΕ η αίτηση που έχει καταθέσει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Στρατιωτικών, η οποία στρέφεται κατά των υπουργών Εθνικής Αμυνας και Οικονομικών, επειδή δεν τους δίνουν την αποζημίωση νυκτερινής απασχόλησης, όπως ο νόμος ορίζει και το Ανώτατο Δικαστήριο, κρίνοντας ως επείγον το θέμα, προσδιόρισε την εκδίκαση της υπόθεσης σε πολύ σύντομο σχετικά χρόνο.
Η βαρύτητα των υπό έκδοση αποφάσεων είναι αναμφισβήτητη, καθώς αφορά χιλιάδες εργαζόμενους.
Το σημαντικό είναι ότι με βάση τις αποφάσεις του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου θα ξεκαθαρίσει και ο χρονικός ορίζοντας των αναδρομικών διεκδικήσεων, ενώ με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται και η σκέψη των ανώτατων δικαστικών λειτουργών σχετικά με το αν το όποιο αποτέλεσμα θα αφορά μόνο τους εργαζόμενους που θα έχουν ασκήσει σχετική προσφυγή μέχρι την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασής τους ή αυτό μπορεί να καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων.