Η περιφέρεια της Ευρωζώνης θα είναι αυτή που θα λάμψει το 2024, σύμφωνα με την Berenberg, η οποία ξεχωρίζει πρωτίστως την Ελλάδα και την Πορτογαλία και δευτερευόντως την Ισπανία. Μάλιστα, θεωρεί ότι είναι οι καλύτεροι επενδυτικοί προορισμοί, εκμεταλλευόμενες την κρίση, την οποία και έκαναν ευκαιρία.
Σύμφωνα με την Berenberg, η παγκόσμια οικονομία επιστρέφει σταδιακά στην κανονικότητα, μετά από τρία χρόνια κατά τα οποία η πανδημία του Civid, η κλιμάκωση του πληθωρισμού και οι γεωπολιτικές εντάσεις, με κύρια την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την διατάραξαν. Εάν δεν υπάρξει κάποιο άλλο σοκ, επιστρέφουμε σε έναν κύκλο κανονικότητας, κατά το οποίο οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές θα διαμορφώσουν την πορεία της οικονομίας, εκτιμά η Berenberg.
Η κανονικότητα σημαίνει θετικές προοπτικές, αν και ο κίνδυνος ύφεσης, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ παραμένει, λόγω της σημαντικής νομισματικής σύσφιξης που συντελέστηκε από τα τέλη του 2022 έως και το 2023. Παρόλα αυτά, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί αρκετά, αφήνοντας περιθώρια στις μεγάλες κεντρικές τράπεζες να προχωρήσουν σε μειώσεις επιτοκίων, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει επεκτατική, ενώ οι αγορές εργασίας δείχνουν ισχυρά σημάδια ανθεκτικότητας.
Η εικόνα της Ευρώπης
Βασικός καταλύτης για την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης, αλλά και των αγορών της είναι οι επερχόμενες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τα επιτόκια. Σύμφωνα όμως με την Berenberg, η ΕΚΤ θα είναι προσεκτική, και υπό το φόβο ότι μπορεί να αναζωπυρωθεί ο πληθωρισμός θα αρχίσει τις μειώσεις πολύ αργότερα από ό,τι εκτιμούν οι αγορές.
Η εκτίμηση της Berenberg αναμένει ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια της το τρίτο τρίμηνο του 2024, εκτιμώντας ότι θα μειωθούν στο 3,5% από 4%. Η εκτίμηση μπορεί να μεταβληθεί εάν ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα από το δεύτερο εξάμηνο του 2024 και ο πληθωρισμός κινηθεί πολύ πάνω από το 2%. Ένα τέτοιο μείγμα θα υποχρεώσει την ΕΚΤ να μην μειώσει τα επιτόκια κάτω από το 3%.
Οι πιθανότητες του παραπάνω σεναρίου συνδέονται με την ανάκαμψη των καταναλωτικών δαπανών λόγω της μείωσης του πληθωρισμού. Εάν δεν διαταράξει τίποτα την κατανάλωση, τότε θα ενισχύσει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, ειδικά στο δεύτερο μισό του 2024. Εάν μάλιστα συνοδευτεί με την αύξηση των δημόσιων δαπανών για υποδομές και άμυνα, η οικονομία της Ευρωζώνης θα μπορούσε να αναπτυχθεί κατά 1,3% σε ετήσια βάση το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Στις επιμέρους οικονομίες, η Berenberg βλέπει ότι η ανάπτυξη δεν θα είναι ομοιογενής. Ελλάδα και Πορτογαλία θα ξεχωρίσουν θετικά, δρέποντας τους καρπούς των μεταρρυθμίσεων, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία θα επηρεαστεί από την μεγάλη έκθεσή της στην εξωτερική ζήτηση και την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ενέργειας.
Έτσι, από τα χρόνια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης η εικόνα έχει αλλάξει. Η περιφέρεια άλλαξε, έκανε την κρίση ευκαιρία και έγινε επενδυτικός προορισμός. Μεγάλη ώθηση άλλωστε λαμβάνει από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, κύριος αποδέκτης των κονδυλίων του οποίου να είναι οι χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.