Μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης προκειμένου να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ύφεσης καταστρώνει η γερμανική κυβέρνηση, μετά και τις σημερινές προειδοποιήσεις της Bundesbank, όπως μεταδίδει το Bloomberg, επικαλούμενο πηγές με άμεση γνώση του θέματος.
Το σχεδιαζόμενο πρόγραμμα θα έχει ως στόχο την ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας και των καταναλωτικών δαπανών προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας μεγάλης κλίμακας ανεργίας, αναφέρει το protothema.
Παρόμοια με τα κίνητρα που χορηγήθηκαν στους Γερμανούς κατά την κρίση του 2009 ώστε να αγοράσουν καινούργια αυτοκίνητα, η κυβέρνηση μελετά την παροχή κινήτρων για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των σπιτιών, τη στήριξη των βραχυπρόθεσμων προσλήψεων και την ενίσχυση των εισοδημάτων μέσω της κοινωνικής πρόνοιας.
Υπάρχουν σημάδια ότι η αυστηρή προσήλωση της Γερμανίας στην πολιτική ισοσκελισμένου προϋπολογισμού της έχει αρχίσει να μαλακώνει. Την Κυριακή, ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει τη συγκέντρωση 50 δισεκατομμύρια ευρώ (55 δισεκατομμύρια δολάρια) για την περίπτωση οικονομικής κρίσης. Την περασμένη εβδομάδα, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι η οικονομία «εισέρχεται σε δύσκολη φάση» και ότι η κυβέρνησή της θα αντιδράσει «ανάλογα με την κατάσταση».
Η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας προειδοποίησε τη Δευτέρα ότι η οικονομία θα μπορούσε να διολισθήσει σε ύφεση, αυξάνοντας την πίεση στους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής.
Καθώς η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης επιβραδύνει απότομα και ο συνασπισμός της Μέρκελ γίνεται όλο και λιγότερα δημοφιλής, η πίεση έχει αυξηθεί τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό στους διάσημους για την ολιγάρκειά τους Γερμανούς να «ανοίξουν τα πορτοφόλια τους».
Η πολιτική του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού για περίπου μια δεκαετία επέτρεψε στη Γερμανία να μειώσει το δημόσιο χρέος στο 60% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος από 83% προηγουμένως.
«Λαμβάνοντας υπόψη ότι η βιομηχανική υποχώρηση συνεχίζεται εδώ και ενάμιση χρόνο, είναι αξιοσημείωτο το πόσο αργά διεξάγεται η συζήτηση μέχρι τώρα», αναφέρει σε ενημερωτικό του σημείωμα ο Greg Fuzesi, οικονομολόγος της JPMorgan Chase. «Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι όλα τα κόμματα στη χώρα υποστηρίζουν τη μείωση του δημόσιου χρέους αλλά και στο ότι η οικονομική επιβράδυνση εμφανίζεται ως κάτι «περίεργο», με τις συνέπειες στην αγορά εργασίας να αρχίζουν τώρα να εμφανίζονται και μάλιστα με ηπιότητα».
Όμως, τα εμπόδια για ένα πρόγραμμα τόνωσης είναι ακόμη αρκετά. Η κυβέρνηση δεν προχωρά στην έκδοση χρέους χωρίς την σύμφωνη γνώμη του κοινοβουλίου. Και βέβαια, μια τέτοια έγκριση είναι δύσκολο να αποσπαστεί χωρίς την ευρεία αίσθηση αναγκαιότητάς της και ενώ η Γερμανία εξακολουθεί να προβλέπει επίσημα την οικονομική της ανάκαμψη πριν από το τέλος του έτους.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους του Bloomberg «Μέχρι το τέλος του έτους η γερμανική οικονομία μπορεί να είναι περίπου 1% μικρότερη από ό, τι θα μπορούσε να ήταν εάν είχε αποφευχθεί η επιβράδυνση. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί μια δαπάνη από 30 δισ έως 110 δισ ευρώ για να αντιστρέψει τη ζημία ».
Στελέχη της κυβέρνησης της Mέρκελ εμφανίζονται ανήσυχοι υποστηρίζοντας ότι ενδεχόμενη αύξηση των δαπανών είναι πιο πιθανό να τροφοδοτούσε τις εισαγωγές και την αποταμίευση αντί να κατευθύνονταν προς την ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής και την προστασία των θέσεων εργασίας.
Επιπλέον οι πηγές που επικαλείται το πρακτορείο αναφέρουν ότι η βιομηχανική παραγωγή δεν έχει πέσει τόσο, ώστε τα δημοσιονομικά κίνητρα να έχουν σημαντικό αντίκτυπο. Επί του παρόντος, δαπάνες ύψους 1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος θα ωθούσαν την ανάπτυξη κατά λιγότερο από 0,5 ποσοστιαίες μονάδες, ποσοστό που θεωρείται ανεπαρκές.