Η Ελλάδα είναι έτοιμη να απαλλαγεί από τα τελευταία ίχνη της κρίσης χρέους της με μια αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας που θα την βγάλει οριστικά από την περιοχή των «σκουπιδιών» στην οποία εισήλθε πριν από 15 χρόνια σημειώνει το Bloomberg.
Παρόλα αυτά, όπως τονίζει το Bloomberg, μια αναβάθμιση από τη Moody’s θα ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβολική, αφού τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται εδώ και δύο χρόνια σε επίπεδα που υποδηλώνουν μια πιο ευνοϊκή αξιολόγηση.
Πάντως, μια βελτίωση της αξιολόγησης Ba1 της Moody’s κατά ένα σκαλοπάτι –με δεδομένο ότι ο οίκος έχει ήδη δώσει θετικές προοπτικές- θα έκοβε κάθε σύνδεση με το χάος της κρίσης χρέους, τα διαδοχικά μνημόνια και την οικονομική αναταραχή που ταλαιπώρησαν την Ελλάδα για περισσότερο από μια δεκαετία.
Ο οίκος Moody’s αποτελεί αυτή τη στιγμή μια εξαίρεση, αφού οι S&P και Fitch έχουν δώσει εδώ και καιρό αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας στην Ελλάδα, επιβραβεύοντας μια ανάκαμψη της οικονομίας την οποία το Bloomberg χαρακτηρίζει αξιοσημείωτη και μια δημοσιονομική τροχιά που έχει γίνει πολύ πιο ευνοϊκή.
Το ΑΕΠ ξεπερνά πολλές οικονομίες της Ευρωζώνης μετά την πανδημία και αυξήθηκε κατά 2,3% το 2024. Το καθαρό χρέος, εν τω μεταξύ, υποχώρησε την ίδια περίοδο. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί να συνεχίσει να εστιάζει στη δημοσιονομική πειθαρχία και τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Επίσης, η κυβέρνηση στοχεύει στην πρόωρη αποπληρωμή μέρους των δανείων διάσωσης φέτος, όπως έκανε στο παρελθόν. Μια πρόωρη αποπληρωμή τουλάχιστον 5 δισεκατομμυρίων ευρώ μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων που λήγουν μεταξύ 2033 και 2042 είναι στα σκαριά.
Σημειώνεται ότι η Scope Ratings και η Morningstar DBRS αναβάθμισαν πρόσφατα την Ελλάδα περαιτέρω μέσα στην επενδυτική βαθμίδα, επικαλούμενες τις δημοσιονομικές υπεραποδόσεις, την ισχυρή μείωση του χρέους και την ταχεία οικονομική ανάπτυξη. Η Fitch Ratings και η S&P βαθμολογούν την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι πάνω από το junk.
Με τη βοήθεια αυτών των αναβαθμίσεων, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας έχει μειωθεί σε σχέση με τις γειτονικές χώρες. Οι αποδόσεις του 10ετούς ομολόγου αναφοράς ήταν ήδη χαμηλότερες από τις αντίστοιχες ιταλικές, όταν το 2023 η χώρα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά.
Τώρα είναι περίπου 83 μονάδες βάσης υψηλότερα σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα, που είναι το ασφαλέστερο περιουσιακό στοιχείο της περιοχής. Δηλαδή κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αντικατοπτρίζοντας την αισιοδοξία ότι η Moody’s θα ακολουθήσει σύντομα τις S&P και Fitch με μια αναβάθμιση.
Οι 3 καταλύτες
Πάντως, ο αμερικανικός οίκος, μετά την προηγούμενη αναβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδας, τον περασμένο Σεπτέμβριο, είχε εκδώσει επίσης επεξηγηματική ανάλυση λίγες ημέρες αργότερα, δίνοντας κάποια “tips” για το σκεπτικό της, τα οποία στην παρούσα χρονική συγκυρία δείχνουν πιο επίκαιρα από ποτέ. Εκεί είχε δώσει και τρεις καταλύτες που θα επηρεάσουν την αξιολόγησή της.
Ο πρώτος καταλύτης είναι η πορεία απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, με τις μέχρι τώρα επιδόσεις να κρίνονται ικανοποιητικές, αλλά όχι χωρίς προκλήσεις. Όπως τα τελευταία χρόνια, οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας παραμένουν συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρωζώνη υψηλότεροι, αλλά υποστηρίζονται από μεγάλες εισροές επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε.. Καθώς το RRF εισέρχεται στο προτελευταίο έτος εφαρμογής του, θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες.
Ο δεύτερος καταλύτης είναι ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη στην αστάθεια των παγκόσμιων αγορών. Τα υψηλά επίπεδα γεωπολιτικών αναταραχών προκαλούν σημαντική αβεβαιότητα. Μετά την επανεκλογή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, οι εμπορικές εντάσεις είναι αυξημένες, όπως και η αβεβαιότητα, επηρεάζοντας εμμέσως και την ελληνική οικονομία, η οποία βασισμένη στον καταναλωτή. Επίσης, οι εμπορικές εντάσεις θα μπορούσαν να ασκήσουν ανοδική πίεση στον πληθωρισμό (η Eurostat αναφέρει ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα κινείται περίπου στο 3%, υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης), ασκώντας πρόσθετη πίεση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.
Ο τρίτος καταλύτης είναι οι μεγάλες γεωπολιτικές εντάσεις, ειδικά στην Ευρώπη λόγω της Ουκρανίας, κάτι που διαφαίνεται και στα σχέδια της Κομισιόν στο πλαίσιο του προγράμματος ReARM. Αυτή την εβδομάδα υπήρξε ομόφωνη υποστήριξη για το ReARM Europe, που αφορά ένα πακέτο 800 δισ. ευρώ για την άμυνα. Το ερώτημα όμως παραμένει για το πως θα χρηματοδοτηθεί αυτό το πακέτο.