Εδώ και δεκαετίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτύγχανε σε ένα από τα κύριά της καθήκοντα, δη την προστασία του κοινού νομίσματος από τα πολλές φορές ασταθή οικονομικά των κρατών-μελών της. Όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η αδυναμία, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα πως το δημόσιο χρέος θα δημιουργήσει μία νέα κρίση.
Μετά από μεγάλη καθυστέρηση, οι ρυθμιστικές αρχές της Ε.Ε. δημιούργησαν ένα φιλόδοξο πλάνο έτσι ώστε να επιτύχουν καλύτερη δημοσιονομική πειθαρχία. Στη συνέχεια ακολούθησαν μήνες διαπραγματεύσεων και τώρα το μόνο που απομένει είναι το «πράσινο φως» από τους Ευρωπαίους ηγέτες. Η πρόταση, σύμφωνα με την άποψη του Bloomberg, δεν είναι μεν τέλεια, αλλά αποτελεί σημαντική βελτίωση σε σχέση με το στάτους κβο.
Αν και έχει πολλά πλεονεκτήματα, η Ευρωζώνη έχει και μία αχίλλειο πτέρνα: Εάν κάποιο κράτος-μέλος δανειστεί υπερβολικά, θα μπορούσε να επηρεάσει τις οικονομίες των υπόλοιπων κρατών-μελών και να υποσκάψει την Ένωση. Γι αυτόν το λόγο, η Ε.Ε. δημιούργησε τους κανονισμούς γνωστούς και ως Stability and Growth Pact, μέσω των οποίων τα κράτη-μέλη συμφώνησαν να κρατήσουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού τους και το δημόσιο χρέος τους υπό του 3% και του 60% του ΑΕΠ αντίστοιχα, αντιμετωπίζοντας ποινές εάν δεν τα κατάφερναν.
Μέχρι το τέλος του 2022, οι υποχρεώσεις του ιταλικού δημοσίου βρίσκονταν στο 145% του ΑΕΠ, χωρίς κανένα τρόπο μείωσης της αναλογίας υπό του 60% τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Το πρόβλημα, βάσει με την ανάλυση του πρακτορείου, οφείλεται κυρίως στο γεγονός πως το σύστημα ήταν υπερβολικά ανελαστικό. Πολλές φορές, επέβαλε τη λήψη των λάθος μέτρων, όπως τη λιτότητα κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Σε τέτοιες καταστάσεις, οι ποινές έκαναν την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Όταν η πανδημία έφτασε και στην Ευρώπη το 2020, η Ε.Ε. προχώρησε σε ολική άρση του ρυθμιστικού πλαισίου.
Το προτεινόμενο ρυθμιστικό πλαίσιο της Κομισιόν εισάγει αυτή την αναγκαία ελαστικότητα, επικεντρώνοντας τις προσπάθειες στη μεσοπρόθεσμη διαχείριση του χρέους. Όπου χρειάζεται, μία χώρα θα πρέπει να δημιουργεί πλαίσιο μετάβασης σε χαμηλότερα επίπεδα χρέους μέσα σε διάστημα ετών. Εάν αποτύχει, οι ποινές συμπεριλαμβάνουν πολιτικά «ντροπιαστικά» μέτρα όπως το γεγονός πως ο Υπουργός Οικονομικών της χώρας θα πρέπει να λογοδοτήσει δημόσια ενωπίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την αποτυχία αυτή.
Η πρόταση, προφανώς, δεν είναι τέλεια. Βασίζεται υπερβολικά σε αδιαφανή μέτρα προσαρμογής δημοσίων δαπανών για να κρίνει τη βιωσιμότητα του χρέους. Παράλληλα, σύμφωνα με τους συντάκτες, δεν δίνει βάρος στα εθνικά δημοσιονομικά συμβούλια. Η δημιουργία, όμως, συγκεκριμένων στόχων οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντική βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο πλαίσιο.
Οι παλαιότεροι κανόνες ενδέχεται να αρχίσουν να ισχύουν και πάλι στα τέλη του έτους. Εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν καταφέρουν να έρθουν σε συμφωνία πριν από το 2024, οι αγορές θα αναρωτηθούν εάν θα μπορέσουν να συμφωνήσουν για το οτιδήποτε και η αύξηση του κόστους δανεισμού η οποία θα προκύψει θα μπορούσε να δημιουργήσει την ίδια κρίση στο ευρώ την οποία το μέτρο προσπαθεί να αποφύγει.