Στην ένταση στα ελληνοτουρκικά αναφέρεται το Bloomberg σε άρθρο του.
Το Bloomberg αναφέρει πως σε αντίθεση με παλαιότερες ελληνοτουρκικές κρίσεις, όπου μεσολαβούσε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ προκειμένου να αποφευχθεί μία ελληνοτουρκική σύρραξη, τον ρόλο αυτόν τον έχει αναλάβει πλέον η καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ.
«Η Τουρκία φαίνεται να έχει απομονωθεί, καθώς η Ελλάδα αποκτά όλο και περισσότερους συμμάχους (Γαλλία, Ισραήλ, Κύπρος, Αίγυπτος), γεγονός που ευνοεί την εθνικιστική ρητορική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν», σημειώνει σε άρθρο γνώμης το Bloomberg.
Παράλληλα, υπογραμμίζει την άποψη ότι «σε αντίθεση με παλαιότερες ελληνοτουρκικές κρίσεις, όπου μεσολαβούσε ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ προκειμένου να αποφευχθεί μία ελληνοτουρκική σύρραξη, τον ρόλο αυτό τον έχει αναλάβει τώρα η καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ.
Ωστόσο, παρά τη διαμεσολάβησή της και μία προσωρινή εκεχειρία, η ένταση συνεχίζεται αμείωτη, με κύριο στόχο την εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων φυσικού αερίου σε διαφιλονικούμενα νερά της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ΗΠΑ φαίνονται και απρόθυμες και μη ικανές να αποτρέψουν μία ένοπλη σύρραξη και η καγκελάριος πρέπει να ενισχύσει τις προσπάθειές της».
Σχολιάζοντας την επιρροή της Μέρκελ στον Ερντογάν, το Bloomberg σημειώνει: «Διαφαίνεται κάποια επιρροή της, καθώς η Γερμανία είναι ένας από τους κύριους εμπορικούς εταίρους της Τουρκίας και κατέχει επί του παρόντος την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μία από τις προτεινόμενες λύσεις είναι η συμμετοχή της Τουρκίας στο Συμβούλιο για το Φυσικό Αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο, από το οποίο είναι αποκλεισμένη λόγω της διαφωνίας της με την Κύπρο.
Προτείνεται ακόμα η διαμεσολάβηση της καγκελαρίου προκειμένου αφενός να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της με το επιχείρημα ότι η πρόσβαση στο φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί την καλύτερη εναλλακτική για ενεργειακή ανεξαρτησία από τη Ρωσία και, αφετέρου, να πείσει την Τουρκία και την Κύπρο ότι η Ευρώπη είναι η πιο λογική αγορά για το φυσικό αέριο, ενώ η πιο σύντομη διαδρομή περνάει μέσα και από τις δύο χώρες».