Μέσα σε μόλις έναν χρόνο η Ελλάδα πούλησε σχεδόν το σύνολο της συμμετοχής της στον εγχώριο τραπεζικό τομέα, μια κίνηση που φαίνεται πως ακολουθούν κι άλλες κυβερνήσεις στην Ευρώπη, με στόχο να αφήσουν πίσω την οικονομική κρίση που έπληξε την περιοχή πριν από μια δεκαετία.
H πρόσφατη πώληση μεριδίου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προστέθηκε σε ένα πρόγραμμα που έχει αποφέρει στην κυβέρνηση 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ (3,8 δισεκατομμύρια δολάρια) τους τελευταίους 12 μήνες και ουσιαστικά επέστρεψε έναν ολόκληρο τομέα στα χέρια των ιδιωτών.
Ο ρυθμός των πωλήσεων καθιστά την Ελλάδα εξαίρεση, αλλά δεν είναι η μόνη που επιστρέφει τις τράπεζες στους traders. Από την Ιρλανδία και την Ιταλία έως το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πωλούν μερίδια που κατείχαν από την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Εξαργυρώνουν την εκτίναξη των αποτιμήσεων για να καλύψουν τις τρύπες του προϋπολογισμού, προτού η πτώση των επιτοκίων αρχίσει να επιβαρύνει και πάλι την κερδοφορία των τραπεζών.
Η διαδικασία αυτή έχει τη δυνατότητα να αναζωπυρώσει την τραπεζική ενοποίηση και να αναδιαμορφώσει έναν κλάδο που επί μακρόν ακολουθούσε τη Wall Street. Οι δανειστές που ενθαρρύνθηκαν υπό την κυβερνητική ιδιοκτησία να επικεντρωθούν στις εγχώριες αγορές και να μειώσουν τον κίνδυνο, θα διευκολυνθούν για πιο επιθετική ανάπτυξη. Άλλες, όπως η Commerzbank έχουν μετατραπεί σε πιθανούς στόχους εξαγοράς χωρίς την προστασία της κυβέρνησης.
«Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ενοποίηση που χρειαζόμαστε στην Ευρώπη», δήλωσε ο Hans Degryse, καθηγητής χρηματοοικονομικών στο KU Leuven.
Μέχρι στιγμής φέτος, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πούλησαν περίπου 13 δισεκατομμύρια ευρώ σε μετοχές διασωθέντων τραπεζών, τα περισσότερα από το τέλος της χρηματοπιστωτικής κρίσης, σύμφωνα με τα αρχεία για 10 επιχειρήσεις που εξέτασε το Bloomberg. Ενώ οι κυβερνήσεις είναι απίθανο να ανακτήσουν πλήρως τα χρήματα που δαπάνησαν για τις διασώσεις, παρά τα δισεκατομμύρια ευρώ που εισπράχθηκαν από τα μερίσματα, το παράθυρο για πωλήσεις δεν ήταν τόσο ανοιχτό από την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η ξαφνική άνοδος των επιτοκίων τα τελευταία δύο χρόνια τροφοδότησε κέρδη ρεκόρ και έθεσε τέλος σε μια άνευ προηγουμένου περίοδο μηδενικού ή και αρνητικού κόστους δανεισμού. Οι ισολογισμοί που είχαν επιβαρυνθεί από κόκκινα δάνεια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση έχουν εξυγιανθεί, ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, όπου οι τράπεζες εμφανίζονται τώρα ισχυρότερες.
Οι «προβληματικές τράπεζες (bad banks) της Ελλάδας του παρελθόντος έχουν μετατραπεί σε μερικά από τα πιο επιθυμητά assets» στην Ευρώπη, δήλωσε ο Ηλίας Ξηρουχάκης, επικεφαλής του ΤΧΣ που διαχειρίζεται τις τραπεζικές συμμετοχές της χώρας. «Τώρα βλέπουμε πολύ ανταγωνιστικές τράπεζες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο».
Η διαδοχική αποεπένδυση της βρετανικής κυβέρνησης από τη Natwest Group αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο κομμάτι του συνόλου από τις πωλήσεις φέτος. Η διάσωση 45,5 δισεκατομμυρίων λιρών (59,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων), το 2008 και το 2009, της εταιρείας που ήταν γνωστή ως Royal Bank of Scotland ήταν η μεγαλύτερη διάσωση τράπεζας στην Ευρώπη και ακολουθήθηκε από μια βαθιά περικοπή της παγκόσμιας παρουσίας της.
Καθώς η Natwest επιστρέφει σταθερά στην ιδιωτική ιδιοκτησία, προβαίνει σε πιο τολμηρές κινήσεις, όπως η εξαγορά των τραπεζικών δραστηριοτήτων της αλυσίδας σούπερ μάρκετ J Sainsbury.
Κρίσιμο είναι ότι η υποχώρηση των κυβερνήσεων μπορεί επίσης να μετατρέψει τις τράπεζες σε στόχους εξαγοράς. Η Γερμανία έθεσε για πρώτη φορά μέρος της συμμετοχής της στην Commerzbank στην αγορά τον Σεπτέμβριο, αναμένοντας ότι θα μπορούσε να το πουλήσει σε σειρά επενδυτών.
Αντ’ αυτού, η ιταλική ανταγωνίστρια UniCredit «επιτέθηκε» και χρησιμοποίησε την τοποθέτηση για να αποκτήσει ένα σημαντικό μερίδιο. Από τότε το Βερολίνο έθεσε σε αναμονή περαιτέρω πωλήσεις μετοχών της Commerzbank, συγκρίνοντας την προσέγγιση της UniCredit με «μη φιλική» επίθεση.
«Η γερμανική κυβέρνηση διατήρησε τη συμμετοχή της στην Commerzbank για πολύ καιρό», δήλωσε η Monika Schnitzer, καθηγήτρια οικονομικών στο πανεπιστήμιο LMU του Μονάχου, η οποία προεδρεύει του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων. Η Γερμανία χρειάζεται «έναν βαθμό εξυγίανσης στον τραπεζικό τομέα».
Η ABN Amro Bank NV είναι ένας άλλος πιστωτικός οργανισμός που θεωρείται εδώ και καιρό πιθανός στόχος εξαγοράς μόλις η κυβέρνηση βγει έξω. Η τράπεζα με έδρα το Άμστερνταμ δεν ήταν σε θέση να καταβάλει μπόνους στην ανώτατη διοίκηση, γεγονός που έχει αναδειχθεί σε τροχοπέδη στην τρέχουσα αναζήτηση του δανειστή για νέο διευθύνοντα σύμβουλο, ανέφερε το Bloomberg.
Το ολλανδικό κράτος μειώνει σταδιακά τη συμμετοχή του στην τράπεζα μετά την επαναφορά της στο χρηματιστήριο το 2015. Μείωσε τη συμμετοχή του στην ABN Amro στο 40,5% τον περασμένο μήνα μετά την πώληση ενός πακέτου μετοχών αξίας περίπου 1,17 δισ. ευρώ.
Η θετική έκπληξη της Ελλάδας
Η Ελλάδα έχει αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τέτοιες εκπλήξεις, πουλώντας το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζικών της χαρτοφυλακίων σε τράπεζες και χρηματοοικονομικούς επενδυτές. Η μόνη εξαίρεση ήταν όταν η UniCredi παρενέβη πέρυσι για να αποκτήσει μερίδιο περίπου 9% στην Alpha Bank, σε μια συμφωνία που είδε επίσης τον ιταλικό δανειστή να αποκτά τη ρουμανική μονάδα της Alpha Bank για να δημιουργήσει έναν κορυφαίο δανειστή στη χώρα αυτή.
Το κλειδί για την επιτυχία αυτή στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης ήταν μια επίπονη διαδικασία εξυγίανσης των ισολογισμών που υπέφεραν από υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL’s). Οι Έλληνες δανειστές μείωσαν τα κόκκινα δάνεια τους από την κορύφωση του 2016, όταν περισσότεροι από 9 στους 10 δανειολήπτες καθυστερούσαν τις πληρωμές τους, σε λιγότερο από 1 στους 10 πέρυσι.
Οι ισχυρότεροι ισολογισμοί και τα υψηλότερα κέρδη σήμαιναν ότι οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες είχαν φέτος τη δυνατότητα να πληρώσουν μέρισμα για πρώτη φορά από το 2008. Η οικονομική ανάκαμψη βοήθησε στην προσέλκυση ξένων επενδυτών, καθώς το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αναβαθμίστηκε σε επενδυτική βαθμίδα πέρυσι. Είχε χάσει αυτή τη διάκριση το 2010.
«Το δίχτυ ασφαλείας του κράτους αποσύρθηκε, αλλά αυτό συνέβη σε μια περίοδο που οι τράπεζες παρουσίαζαν ήδη πολύ ισχυρά σημάδια ανάκαμψης», δήλωσε ο κ. Ξηρουχάκης. «Ήταν η κατάλληλη στιγμή για εμάς να φύγουμε».
Η Ιταλία, επίσης, επωφελείται μετά την απαλλαγή των δανειστών, συμπεριλαμβανομένης της Banca Monte dei Paschi di Siena, από τα κόκκινα δάνεια, ανοίγοντας το δρόμο για την επιστροφή της σε πλήρη ιδιωτική ιδιοκτησία. Η κυβέρνηση θέλει τώρα η Monte Paschi να διαδραματίσει ρόλο στην εγχώρια εξυγίανση μόλις αποδεσμευτεί πλήρως από τον κρατικό έλεγχο, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Giancarlo Giorgetti σε πρόσφατη συνέντευξη στο Bloomberg.
Στην εν λόγω αγορά έχουν ήδη πραγματοποιηθεί συμφωνίες τα προηγούμενα χρόνια. Το 2020, η Intesa Sanpaolo SpA εξαγόρασε την Unione di Banche Italiane SpA για να δημιουργήσει έναν εθνικό πρωταθλητή και να κρατήσει έναν πολύτιμο διαχειριστή πλούτου μακριά από τα χέρια των ανταγωνιστών. Η ιταλική μονάδα του γαλλικού δανειστή Credit Agricole SA απέκτησε τον έλεγχο της Credito Valtellinese SpA το επόμενο έτος.
Η Ισπανία, επίσης, είδε μια σειρά από συγχωνεύσεις, καθώς η κυβέρνηση προχώρησε στην πώληση τραπεζών και των περιουσιακών τους στοιχείων που είχαν περιέλθει σε κρατικά χέρια κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης των ακινήτων. Αυτό επέτρεψε στους μεγαλύτερους δανειστές της χώρας να εδραιώσουν τη θέση τους και να επεκταθούν ακόμη και στο εξωτερικό.
Το κράτος εξακολουθεί να κατέχει το 18% της CaixaBank SA, αφού η εν λόγω εταιρεία συμφώνησε πριν από τέσσερα χρόνια να αγοράσει την Bankia, η οποία διασώθηκε το 2012. Η Ισπανία έχει δηλώσει ότι θέλει η τιμή της μετοχής της Caixa Bank να αυξηθεί περαιτέρω πριν αρχίσει να πουλάει τη συμμετοχή της.
«Βλέπουμε χώρες που είχαν χρεοκοπημένο τραπεζικό σύστημα πριν από δέκα χρόνια να βρίσκονται τώρα πολύ κοντά στην επενδυτική βαθμίδα και πάλι και να τοποθετούν χρέος πολύ καλά στην αγορά», δήλωσε ο Simon Outin, επικεφαλής της έρευνας χρηματοοικονομικών εταιρειών στην Allianz Global Investors.
«Οι τράπεζες της Ελλάδας, της Κύπρου, της Ισπανίας ή της Ιρλανδίας συγκαταλέγονται πλέον στους κινδύνους που προτιμούμε ως πιστωτές», είπε. «Οι γαλλικές και οι γερμανικές τράπεζες κοιτάζουν τώρα με ζήλια εκείνες τις τράπεζες με θετική δυναμική».