Συνεχίζεται αλλά και παγιώνεται η διαρροή του ανθρώπινου κεφαλαίου της Ελλάδας (brain drain), τροφοδοτούμενη από το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και την αντίληψη για αναξιοκρατία.
Το παραπάνω αναφέρει σχετική έρευνα της ICAP People Solutions, στο πλαίσιο του 4ου Human Capital Summit. Η φετινή έρευνα, 4η στη σειρά, επιβεβαιώνει την εικόνα που κατέδειξαν οι προηγούμενες ενώ εντοπίζει και κάποιες ποιοτικές εξελίξεις, αναφέρει το in.gr.
Συγκεκριμένα, παρόλο που το δείγμα είναι κατά τα ¾ διαφορετικό από της περσινής έρευνας, ως κοινά χαρακτηριστικά παραμένουν ότι, το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων είναι πολύ υψηλό, (πτυχιούχοι κατά 92%), ότι εργάζονται κατά πλειοψηφία στο Ηνωμένο Βασίλειο και την υπόλοιπη Ευρώπη, ότι μοιράζονται κυρίως μεταξύ οικονομικών σπουδών και STEM, και ότι κατά 60% μετακινήθηκαν στο εξωτερικό αφού είχαν ήδη εργαστεί στην Ελλάδα.
«Πρωταθλητές» στη μετανάστευση εμφανίζονται οι άνδρες (64%), ενώ σε επίπεδο ηλικίας το 31% είναι άνω των 41 ετών, 19% είναι από 36-40 ετών, 25% είναι από 31-35 ετών, 19% από 26-30 ετών και 6% από 18-25 ετών. Οι μισοί από τους συμμετέχοντες είναι ανύπαντροι, ένα 16% παντρεμένοι και ένα 29% έχει και παιδιά.
Οι κλάδοι
Οι κυριότεροι κλάδοι όπου απασχολούνται είναι η πληροφορική, ο κατασκευαστικός/ενεργειακός και ο τραπεζοασφαλιστικός. Ακολουθούν εκπαίδευση και υπηρεσίες υγείας. Είναι κατά το ήμισυ απλοί υπάλληλοι, όμως έχει αυξηθεί ο αριθμός αυτών που έχουν υπεύθυνη θέση και αυτό αποτυπώνεται και στις αμοιβές τους. Ελάχιστοι απασχολούνται ως επιχειρηματίες. Πάνω από τους μισούς εργάζονται στο εξωτερικό για πάνω από 3 χρόνια.
Η αναχώρηση και η προϋπόθεση για… επιστροφή
Δηλώνουν ως πρώτη αιτία αναχώρησης την έλλειψη αξιοκρατίας και τη διαφθορά, με δεύτερη αιτία την οικονομική κρίση. Όμως βασικές προϋποθέσεις επιστροφής αναφέρονται η εύρεση εργασίας με αντίστοιχες αποδοχές και η βελτίωση της οικονομίας γενικά.
Πάντως ένα μικρό ποσοστό που έχει επιστρέψει δηλώνει ότι οι βασικοί λόγοι επιστροφής ήταν οικογενειακές υποχρεώσεις σε σχέση με γονείς ή παιδιά.
Συνδέονται με την Ελλάδα μέσω της μουσικής, του κινηματογράφου, της θρησκείας και εν γένει της παράδοσης και μόνο ένα τρίτο δηλώνει ότι υποστηρίζει την Ελλάδα στο εξωτερικό με διάφορους τρόπους. Άλλο ένα τρίτο δηλώνει ότι δε σκοπεύει να επιστρέψει στη χώρα.
Στο πλαίσιο των εργασιών του Συνεδρίου, ο κ. Άκης Σκέρτσος, Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) σχολίασε επίσης τα αποτελέσματα της έρευνας αναφέροντας επιγραμματικά ότι η εξίσωση απλά δε βγαίνει όσο συνεχίζουμε να έχουμε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να συντηρούμε ένα εχθρικό περιβάλλον προς τους νέους και τις επιχειρήσεις με αναξιοκρατία, κακούς θεσμούς, αναποτελεσματική παιδεία και υψηλούς φόρους στην παραγωγή και την εργασία. Σημείωσε ότι, προς το παρόν μετράμε τους ανθρώπους που φεύγουν από τη χώρα μας και όχι το αντίστροφο ενώ παράλληλα, κινδυνεύουμε να γίνουμε σταδιακά μια χώρα γερόντων, χωρίς οικονομικό δυναμισμό. Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε άμεσα πρωτοβουλίες για μαζικές επενδύσεις και δράσεις ώστε ο πληθυσμός της χώρας να αυξηθεί σημαντικά μέχρι το 2030.
Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε ότι «στο μείζον θέμα του brain drain είναι προτιμότερο να μιλάμε με συγκεκριμένα παραδείγματα που αναδεικνύουν τους πρακτικούς λόγους που διώχνουν από τη χώρα μας τα καλύτερα μυαλά που διαθέτουμε. Αναφέρομαι φυσικά στην υπερφορολόγηση της εργασίας. Αν συγκρίνουμε λοιπόν έναν μισθωτό με μηνιαίο καθαρό εισόδημα 1730 ευρώ/μήνα στην Ελλάδα και την Κύπρο, θα διαπιστώσουμε ότι οι φόροι και οι εισφορές που αποδίδει στο Κυπριακό κράτος αποτελούν μόλις το 14% του μικτού μισθού του ενώ στο Ελληνικό το 45%.
Ο ίδιος εργαζόμενος «κοστίζει» δηλαδή σε μια Κυπριακή επιχείρηση 24.157 ευρώ ετησίως, ενώ σε μια Ελληνική επιχείρηση 37.518 ευρώ. Συνεπώς έχουμε τέσσερα «κρατούμενα» για τους φίλους Κύπριους: καλύτερα αμειβόμενους εργαζόμενους, πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, πιο ανταποδοτικές δημόσιες υπηρεσίες και ένα συνολικά πιο ελκυστικό κράτος για ξένες και εγχώριες επενδύσεις. Η μείωση της υπερφορολόγησης της εργασίας ώστε να υπάρξει αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των Ελληνικών επιχειρήσεων, αποτελεί μείζονα προτεραιότητα για περισσότερες επενδύσεις, νέες θέσεις απασχόλησης και επαναπατρισμό των άξιων Ελλήνων και Ελληνίδων που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μας στα δύσκολα χρόνια της κρίσης.»