Μέχρι τα μέσα του 2019 αναμένεται, πλην απροόπτου, η πλήρης άρση των capital controls, σύμφωνα με όσα αποκάλυψε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, σε εκδήλωση που έγινε στη Γενεύη, αναφέρει το protothema.
«Διαθέτουμε σχέδιο δράσης, ελέγχουμε επίσης έναν αριθμό δεικτών. Προσβλέπουμε ότι μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους, θα μπορέσουμε να άρουμε τους κεφαλαιακούς ελέγχους αν όλα πάνε καλά», ανέφερε, όπως μετέδωσε το Bloomberg.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, τα capital controls σχετίζονται με την εμπιστοσύνη. Προϋπόθεση για να περιοριστούν είναι να μην επιδεινωθεί περαιτέρω το διεθνές κλίμα.
«Δεν είμαστε αρκετά τυχεροί, καθώς δεν διαθέταμε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, όπως η Ιρλανδία ή η Ισπανία. Προσπαθούμε τώρα και εξελίσσουμε σχέδιο στην Τράπεζα της Ελλάδος προς αυτή την κατεύθυνση», υπογράμμισε ο Ελληνας αξιωματούχος.
Με τίτλο «Μαθήματα από την κρίση και προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα» («Lessons from the crisis and challenges for the Greek banking sector»), ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας ανέφερε ότι , ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι μετά την πρόσφατη κρίση, που ήταν και η σοβαρότερη των τελευταίων 75 ετών, το βασικό ερώτημα αφορά στο εάν κάτι τέτοιο θα ξανασυμβεί.
Αναλυτικά, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε στην ομιλία του:
Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση υπήρξε η σοβαρότερη των τελευταίων 75 ετών. Το βασικό ερώτημα για όλους εμάς σ’ αυτή την αίθουσα, αλλά και για τους μελετητές της κρίσης και τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής, είναι αν θα ξανασυμβεί.
Η απάντησή μου είναι ότι την επόμενη φορά, εάν και όταν υπάρξει επόμενη φορά, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.
Τα διδάγματα είναι:
Πρώτον, ένα πολύτιμο δίδαγμα είναι ότι, ενώ τα πράγματα μπορεί να πηγαίνουν καλά αν αφεθούν στο αόρατο χέρι, σε περιόδους εντάσεων αυτό το χέρι φαίνεται να χάνει τη δύναμή του.
Δεύτερον, ως κεντρικοί τραπεζίτες κατανοούμε πλέον πολύ καλύτερα πώς λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα και πώς μπορούν να αναπτυχθούν κίνδυνοι για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Τρίτον, έχουμε επίσης κάνει τολμηρά βήματα για την ισχυροποίηση της ζώνης του ευρώ. Σε εθνικό επίπεδο, οι χώρες της ζώνης του ευρώ έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς και στο δημοσιονομικό τομέα με στόχο την ενίσχυση της ευρωστίας των δημόσιων οικονομικών.
Τέταρτον, πολλές προκλήσεις παραμένουν και χρειάζεται να γίνουν ακόμη πολλά.
Πέμπτον, ένα σημαντικό δίδαγμα είναι ότι πρέπει να θωρακιστεί η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, τόσο απέναντι σε πολιτικές παρεμβάσεις όσο και απέναντι σε επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία μερικές φορές επιχειρούν να ασκήσουν επιρροή στις εποπτικές και άλλες αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών.
Η ελληνική κρίση δημόσιου χρέους και οι επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία και τον τραπεζικό τομέα
Σε αντίθεση με άλλες χώρες που βίωσαν κρίση, στην Ελλάδα η κρίση δεν ξεκίνησε από τον τραπεζικό τομέα. Τα γενεσιουργά αίτια της ελληνικής κρίσης εντοπίζονται στις σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες οι οποίες συσσωρεύονταν επί πολύ καιρό και οδήγησαν στην κρίση δημόσιου χρέους που εκδηλώθηκε το 2010.
Σε ένα δυσμενές οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον παγκοσμίως, το Ελληνικό Δημόσιο έχασε την εμπιστοσύνη των αγορών και την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων λόγω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα των επενδυτών. Αυτές οι συνθήκες κατέστησαν αναγκαία την προσφυγή της χώρας σε εξωτερική οικονομική στήριξη. Για να αντιμετωπιστεί η κρίση δημόσιου χρέους που δημιουργήθηκε, χρειάστηκαν τρία Μνημόνια Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και μία σημαντική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (το λεγόμενο PSI) το 2012.
Η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή που ακολούθησε επέτεινε την ένταση των αρχικών κλονισμών της οικονομίας, με αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ να υποστεί σωρευτική μείωση κατά 25% και πλέον, η ανεργία να εκτιναχθεί σε επίπεδα ιστορικώς υψηλά για τη μεταπολεμική περίοδο και το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα να υποχωρήσει σημαντικά. Εν ολίγοις, θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε εθνικό επίπεδο η ελληνική κρίση υπήρξε σφοδρότερη από ό,τι η κρίση του 1929.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το τίμημα για τον τραπεζικό τομέα υπήρξε βαρύ. Σημειώθηκε μεγάλη επιδείνωση στα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών και ιδίως στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου τους. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου των ανοιγμάτων στην Ελλάδα έφθασε στο 45% περίπου το 2016, περιορίζοντας σοβαρά τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου των τραπεζών.
Λόγω της έλλειψης ρευστότητας, ο διαμεσολαβητικός ρόλος των τραπεζών υπονομεύθηκε και η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας περιορίστηκε σημαντικά. Επιπλέον, από το Σεπτέμβριο του 2009 έως το Δεκέμβριο του 2015 οι καταθέσεις μειώθηκαν σημαντικά κατά 117 δισεκ. ευρώ περίπου (ή 49%), εν μέρει λόγω της αβεβαιότητας των καταθετών σχετικά με το μακροοικονομικό περιβάλλον και τις προοπτικές της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί ότι η δυνατότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να παρέχουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία περιορίστηκε ακόμη περισσότερο λόγω της υπερκυκλικότητας των κεφαλαιακών απαιτήσεων, καθώς σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης η κεφαλαιακή βάση χρησιμοποιείται ως περιθώριο ασφαλείας για την αντιμετώπιση απροσδόκητων κινδύνων. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες έπρεπε να επιτύχουν ακόμη υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, με αποτέλεσμα να τους είναι ακόμη πιο δύσκολο να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Η παρατεταμένη ύφεση, σε συνδυασμό με τα μέτρα λιτότητας, οδήγησε σε σημαντική άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των ζημιών απομείωσης, υπονομεύοντας την κερδοφορία των τραπεζών. Το τραπεζικό σύστημα άρχισε να καταγράφει ζημίες το α΄ τρίμηνο του 2010, ενώ η κεφαλαιακή του βάση άρχισε να διαβρώνεται. Παρά τις προσπάθειες ενίσχυσης της οργανικής κερδοφορίας, ο σχηματισμός υψηλών προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο οδήγησε σε σειρά ζημιογόνων χρήσεων, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2015.
Επιπλέον, λόγω του δυσμενούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος, από το τέλος του 2010 υπήρξε σημαντική πιστωτική συρρίκνωση: μεταξύ Δεκεμβρίου 2010 και Δεκεμβρίου 2015, το υπόλοιπο των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα κατέγραψε σωρευτική μείωση γύρω στα 54 δισεκ. ευρώ (άνω του 20%). Μειώθηκε η ζήτηση πιστώσεων, τόσο εκ μέρους των επιχειρήσεων, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιχειρηματικών κινδύνων, όσο και εκ μέρους των νοικοκυριών, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση και της δυνατότητάς τους να εξυπηρετούν τα χρέη τους. Επιπροσθέτως, η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και τις αναλήψεις μετρητών στο τέλος Ιουνίου του 2015 επέδρασε αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα. Οι επιπτώσεις φαίνεται ότι υπήρξαν λιγότερο σοβαρές από ό,τι αναμενόταν, χάρη στη θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών και τη μικρότερη από το προβλεπόμενο μείωση της καταναλωτικής δαπάνης. Όμως, παρατηρήθηκαν δυσμενείς επιδράσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον και σε συγκεκριμένους τομείς όπως η ναυτιλία και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Η αντίδραση των αρχών
Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα την τελευταία οκταετία είχαν στόχο να αντιμετωπίσουν τα δίδυμα ελλείμματα (δηλ. το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) και τις διαρθρωτικές αδυναμίες από τις οποίες έπασχε η οικονομία επί δεκαετίες. Τα επιτεύγματα μέχρι τώρα υπήρξαν εντυπωσιακά:
Πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή: Την περίοδο 2013-2017 εξαλείφθηκε το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης και, για πρώτη φορά από το 2001, μεταστράφηκε σε πλεόνασμα, το οποίο διατηρείται έκτοτε επί πέντε συνεχή έτη.
Βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας: Το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, το οποίο υπερέβαινε το 15% του ΑΕΠ του 2008, ουσιαστικά εξαλείφθηκε, ανακτήθηκε σημαντικό μέρος της σωρευτικής απώλειας ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας έναντι των εμπορικών μας εταίρων και το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 19,0% το 2009 σε 33,2% σήμερα. Ως αποτέλεσμα έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στην αγορά εργασίας, αλλά και στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και στη δημόσια διοίκηση. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν επίσης στο φορολογικό σύστημα, τη φορολογική διοίκηση και στο ασφαλιστικό σύστημα.
Από την πλευρά της, η Τράπεζα της Ελλάδος παρενέβη άμεσα και αποτελεσματικά για να διαφυλάξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιτεύχθηκε αναδιάταξη, ενοποίηση και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, μετά από αυστηρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) σε συνδυασμό με εξονυχιστικές αξιολογήσεις της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών. Αυτό επέτρεψε στον τραπεζικό τομέα να ενισχύσει την ανθεκτικότητά του στην κρίση και στην εκροή καταθέσεων.
Ειδικότερα όσον αφορά την αντιμετώπιση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι ενέργειες των αρχών κινήθηκαν σε τρεις άξονες:
Ενίσχυση του εποπτικού πλαισίου της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ). Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), εξέδωσε εποπτικές οδηγίες για την εσωτερική διαχείριση των ΜΕΑ και συμφώνησε με τις τράπεζες επιχειρησιακούς στόχους για την περίοδο Ιουνίου 2017-Δεκεμβρίου 2019, που οδηγούν σε μείωση των ΜΕΑ κατά 37%. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί την πρόοδο ως προς την επίτευξη των στόχων για τα ΜΕΑ και τους σχετικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων μέσω ενός ενισχυμένου πλαισίου υποβολής εποπτικών αναφορών. Το σχετικό πλαίσιο έχει αναθεωρηθεί ώστε να καλύπτει την περίοδο μέχρι το τέλος του 2021 και να εναρμονιστεί πλήρως με τις οδηγίες του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού σχετικά με τα ΜΕΑ.
Άρση των νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μεταξύ άλλων, υπήρξε βελτίωση του πλαισίου αφερεγγυότητας των νοικοκυριών, απλούστευση και επιτάχυνση των νομικών διαδικασιών, ενίσχυση των δικαιωμάτων εκείνων των πιστωτών οι οποίοι κατέχουν εξασφαλίσεις και θεσπίστηκε η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και του δημόσιου τομέα που συμμετέχουν στην αναδιάρθρωση χρεών επιχειρήσεων, θεσπίστηκε ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων και διαγραφών και τέθηκαν σε λειτουργία η πλατφόρμα για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η πλατφόρμα διενέργειας ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε 14 μη τραπεζικές εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, και έχουν αρχίσει να γίνονται μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων προς αυτές από τράπεζες ή εταιρίες απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επίσης, απελευθερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι πωλήσεις δανείων και έχουν πωληθεί σε τρίτους επενδυτές μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ονομαστικής αξίας 12 δισεκ. ευρώ.
Τα διδάγματα της ελληνικής τραπεζικής κρίσης
Το πρώτο δίδαγμα είναι ότι μια καλά σχεδιασμένη και αποφασιστική αντίδραση των αρμόδιων αρχών μπορεί να μετριάσει τις επιπτώσεις των διαταραχών.
Το δεύτερο δίδαγμα είναι η σημασία της απαρέγκλιτης εφαρμογής. Παραδείγματος χάριν, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν δίστασε να προχωρήσει στην εξυγίανση μη βιώσιμων τραπεζών, εμπορικών και συνεταιριστικών, συμβάλλοντας έτσι στην ενοποίηση και αναδιάταξη του ελληνικού τραπεζικού τομέα.
Μελλοντικές προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα
Στην πορεία του προς την ανάκαμψη, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βρίσκεται αντιμέτωπος με τις εξής αλληλένδετες προκλήσεις:
- Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών.
- Διαμόρφωση ενός βιώσιμου μοντέλου λειτουργίας.