Παρά την εμφάνιση ορισμένων θετικών ενδείξεων, η Ελλάδα απέχει πολύ από την επίτευξη μίας ισχυρής ανάκαμψης.
Αυτό αναφέρει η Capital Economics, σε έκθεσή για τις οικονομικές προοπτικές των ευρωπαϊκών χωρών, προσθέτοντας παράλληλα ότι οι τράπεζες παραμένουν αδύναμες λόγω του μεγάλου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων.
Μάλιστα, οι αναλυτές της Capital Economics υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος θα εμποδίσουν την ανάπτυξη.
«Παραδείγματος χάρη, παρά την ισχυρή ζήτηση, περίπου το ένα τρίτο των επιχειρήσεων στον κλάδο του τουρισμού δηλώνουν ότι οι χρηματοοικονομικοί περιορισμοί εμποδίζουν τη δραστηριότητα».
Ο οίκος αναφέρεται στο γεγονός ότι το ΔΝΤ τάσσεται υπέρ μίας νέας ανακεφαλαιοποίησης, όμως η κυβέρνηση αντιτίθεται σε μία τέτοια εξέλιξη, υποστηρίζοντας ότι το να ζητήσει από τους επενδυτές να δεσμεύσουν περισσότερα κεφάλαια ενδεχομένως θα θέσει σε κίνδυνο την ανάκαμψη.
Όπως και να ‘χει, σημειώνει η Capital Economics, η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει εύθραυστη. Έτσι κι αλλιώς, τα προβλήματα των τραπεζών δεν πρόκειται να λυθούν εν μία νυκτί και η λιτότητα δεν έχει τελειώσει.
«Η δημοσιονομική πολιτική θα γίνει ακόμη πιο σφικτή κατά 1% του ΑΕΠ τόσο στο 2019 όσο και στο 2020. Αυτό θα προστεθεί στις αρνητικές επιπτώσεις για τη δραστηριότητα από την σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας».
Δεδομένων όλων αυτών των ζητημάτων, η Capital Economics εκτιμά ότι η Ελλάδα πιθανώς θα χρειαστεί μία τέταρτη διάσωση μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
«Βέβαια, οι προοπτικές θα μπορούσαν να ενισχυθούν από μία ελάφρυνση του χρέους. Όμως από τη στιγμή που στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια έχουν κερδίσει έδρες κόμματα που αντιτίθενται στα προγράμματα διάσωσης, το ενδεχόμενο μίας σημαντικής ελάφρυνσης του χρέους έχει καταστεί μία ακόμη πιο μακρινή προοπτική. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα θεωρείται απίθανο να μιμηθεί την ισχυρή ανάκαμψη που παρατηρήθηκε σε άλλες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης».