Πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξης του 6,5%, περιμένει για φέτος στην ελληνική οικονομία η Capital Economics. Όμως, προειδοποιεί ότι η εξαιρετικά ισχυρή ανάκαμψη της Ελλάδας θα τραβήξει χειρόφρενο το 2023, με μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς τόσο η εξωτερική όσο και η εγχώρια ζήτηση θα συρρικνωθούν. Παρόλα αυτά, εκτίμηση του οίκου είναι ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα είναι πιο ρηχή σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Η επιστροφή στην ανάπτυξη αναμένεται από το 2024, με ρυθμούς 1,8%.
Έτσι και αλλιώς, η Capital Economics μιλά για μια σχετικά ανθεκτική οικονομία, χαρακτηρίζοντας εντυπωσιακή την ανάκαμψη από την πανδημία, η οποία συνεχίστηκε και το πρώτο εξάμηνο του έτους, με αποτέλεσμα το ΑΕΠ να αυξηθεί σε επίπεδα 5% υψηλότερα από ό,τι βρισκόταν πριν από τον κορωνοϊό.
Η ανάκαμψη αυτή είναι πολύ ισχυρότερη σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, όμως η ελληνική οικονομία παραμένει χαμηλότερα από ό,τι ήταν πριν από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση (και την ελληνική κρίση που ακολούθησε).
Όπως σημειώνει η Capital Economics, οι τουριστικές αφίξεις και τα τουριστικά έσοδα βρέθηκαν κοντά στα προ-πανδημίας επίπεδα φέτος το καλοκαίρι αλλά αναμένεται να μειωθούν το 2023, λόγω της ύφεσης στις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Ο οίκος θυμίζει ότι τα τουριστικά έσοδα μειώθηκαν κατά 17% από το 2007 έως το 2010, κυρίως λόγω της ύφεσης στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Επιπλέον, οι εξαγωγές, που επίσης εμφανίζουν καλές επιδόσεις τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να επιβραδυνθούν, λόγω της μείωσης της εξωτερικής ζήτησης. Αλλά και η εγχώρια ζήτηση αναμένεται να συρρικνωθεί, ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις των αναλυτών, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 9,8% φέτος και στο 4,5% το 2023, πέφτοντας στο 1% το 2024. Έτσι, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται αυξημένη κατά 9% φέτος, αλλά μόλις 0,5% το 2023.
«Συνολικά, πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα υποφέρει από μία ύφεση τους επόμενους μήνες, όπως δείχνει και η πρόσφατη μείωση του δείκτη PMI της μεταποίησης», επισημαίνουν οι αναλυτές της Capital Economics.
Παρόλα αυτά, τονίζουν ότι τα δημόσια οικονομικά της χώρας φαίνεται βιώσιμα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, παρότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο χρέος, ως προς το ΑΕΠ, με διαφορά ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.
Οι δαπάνες για τόκους είναι χαμηλές και η μέση περίοδος ωρίμανσης του δημόσιου χρέους είναι αρκετά υψηλή. Επιπλέον, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να στηρίξει τα ελληνικά ομόλογα όταν και εάν ενεργοποιηθεί το Transition Protection Instrument.