Η παγκόσμια ανάπτυξη θα απογοητεύσει και η οικονομία θα διολισθήσει σε ύφεση, με αποτέλεσμα περισσότερο πόνο για τις μετοχές και τα εταιρικά ομόλογα παγκοσμίως, όπως σημειώνει η Capital Economics. Συνεπώς, δεν πιστεύει ότι τα χειρότερα έχουν τελειώσει ακόμη για τις μετοχές και προβλέπει ότι οι περισσότεροι βασικοί δείκτες θα υποχωρήσουν κατά 5-10% φέτος και κατά 10% επιπλέον μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους.
Πάντως, ο οίκος δεν αναμένει μια ιδιαίτερα παρατεταμένη ύφεση και έτσι από τα μέσα του 2023 τα risk assets θα μπορούσαν να αρχίσουν να καταγράφουν και πάλι άνοδο σε πιο σταθερή βάση. Ως αποτέλεσμα, παρόλο που πιστεύει ότι οι μετοχές θα δυσκολευτούν τους επόμενους μήνες, προβλέπει ότι θα έχουν κέρδη, αν και αρκετά μικρά, από τώρα έως το τέλος του 2024.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η Capital Economics, ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός και η πιο επιθετική σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, θα προκαλέσουν σοβαρή ζημιά στην παγκόσμια οικονομία. Ενώ προηγουμένως ανέμενε συρρίκνωση σε αρκετές οικονομίες, πλέον το σοκ έχει εξαπλωθεί με αποτέλεσμα το παγκόσμιο ΑΕΠ να αυξηθεί κατά μόλις 1,7% το επόμενο έτος. Εξαιρουμένης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και του COVID, αυτό θα σήμαινε τον χαμηλότερο ρυθμό παγκόσμιας ανάπτυξης σε τέσσερις δεκαετίες, ενώ αποτελεί επίσης, σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό του ΔΝΤ, επίπεδο παγκόσμιας ύφεσης, δηλαδή ανάπτυξη κάτω του 2,5%.
Είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί το επόμενο έτος, καθώς ο συνδυασμός περαιτέρω μειώσεων στις τιμές των εμπορευμάτων και ευνοϊκότερων αποτελεσμάτων βάσης θα περιορίσει τον πληθωρισμό της ενέργειας και των τροφίμων.
Ωστόσο, υπάρχουν μεγαλύτεροι κίνδυνοι γύρω από τις πιέσεις τιμών στον τομέα των υπηρεσιών και οι κεντρικές τράπεζες δεν θα διακινδυνεύσουν να αφήσουν τον υψηλό πληθωρισμό να παγιωθεί. Άλλωστε, οι αγορές εργασίας παραμένουν πολύ σφιχτές, γεγονός που τροφοδοτεί ισχυρές μισθολογικές πιέσεις. Η Capital Economics έχει αναθεωρήσει τις προβλέψεις της για τα επιτόκια πολιτικής για τις περισσότερες οικονομίες και τώρα προβλέπει τελικό επιτόκιο 5% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 4,50 – 4,75% στις ΗΠΑ και 3% στην ευρωζώνη.
Μια παρηγοριά είναι ότι η χαλάρωση του πληθωρισμού και η αποδυνάμωση της οικονομικής δραστηριότητας λογικά θα πείσουν τελικά τις κεντρικές τράπεζες να αρχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια σύντομα. Οι κύκλοι σύσφιξης έχουν ήδη κορυφωθεί σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές και η Fed μπορεί να αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Αυτό λογικά σημαίνει ότι η παγκόσμια ύφεση θα είναι σχετικά σύντομη, όπως σημειώνει η Capital Economics.
"Δεν πιστεύουμε ότι ο πόνος έχει τελειώσει για τις μετοχές"
Ο οίκος αναμένει ότι οι τιμές των μετοχών στις ανεπτυγμένες αγορές θα μειωθούν τους επόμενους μήνες, καθώς η παγκόσμια ανάπτυξη υποχωρεί, ακόμη και αν, όπως αναμένει, οι αποδόσεις των ομολόγων μειωθούν. Ωστόσο, αναμένει ένα αξιοπρεπές ριμπάουντ στη συνέχεια, ειδικά στις μετοχές εκτός ΗΠΑ.
Οι τιμές των μετοχών, συνολικά, μειώθηκαν στις περισσότερες χώρες και κλάδους τους τελευταίους μήνες. Όπως και το μεγαλύτερο μέρος της πτώσης τους κατά τη διάρκεια του έτους συνολικά, αυτό φαίνεται να αντανακλά κυρίως την επίδραση των υψηλότερων πραγματικών αποδόσεων των ομολόγων στις αποτιμήσεις των μετοχών. Άλλοι παράγοντες έχουν πιθανώς συνεισφέρει λίγο τους τελευταίους μήνες, όπως η όρεξη για ρίσκο η οποία έχει επιδεινωθεί, καθώς και προσδοκίες των αναλυτών για την κερδοφορία των εταιρειών οι οποίες έχουν μειωθεί επίσης, λόγω των ανησυχιών για την ανάπτυξη.
Τις τελευταίες εβδομάδες πάντως, οι μετοχές ανέκαμψαν: ο S&P 500, για παράδειγμα, βρέθηκε ακόμα και 10% υψηλότερα από τα πρόσφατα χαμηλά τον προηγούμενο μήνα. "Ωστόσο δεν πιστεύουμε ότι αυτή είναι η αρχή ενός ράλι διαρκείας", όπως τονίζει η Capital Economics.
Ο κύριος λόγος γι' αυτό είναι ότι πιστεύει πως οι προσδοκίες των επενδυτών για την κερδοφορίας των εισηγμένων εξακολουθούν να είναι πολύ αισιόδοξες δεδομένου του παγκόσμιου οικονομικού σκηνικού. Η παγκόσμια ύφεση τους επόμενους μήνες, αν και αρκετά ήπια, θα επιβαρύνει ωστόσο τα εταιρικά κέρδη.
Η στροφή της Fed που αναμένει ο οίκος θα μπορούσε να ασκήσει κάποια πτωτική πίεση στις πραγματικές αποδόσεις και να ενισχύσει τις αποτιμήσεις των μετοχών, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό. Σε τελική ανάλυση, οι αποτιμήσεις, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, τείνουν να υποχωρούν κατά την έναρξη της ύφεσης, πιθανώς επειδή η επιδείνωση της όρεξης για ρίσκο υπεραντισταθμίζει την επίδραση οποιασδήποτε μείωσης των αποδόσεων των ομολόγων.
Συνεπώς, η Capital Economics δεν πιστεύει ότι ο πόνος έχει τελειώσει για τις μετοχές: προβλέπει ότι οι περισσότεροι δείκτες αναφοράς θα υποχωρήσουν κατά 5-10% φέτος και κατά περίπου 10% επιπλέον μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους. Αυτό θα έφερνε τους περισσότερους από αυτούς τους δείκτες κάτω από τα φετινά χαμηλά τους και θα μείωνε μεγάλο μέρος των κερδών τους του 2021. Για παράδειγμα, η πρόβλεψή της για τα μέσα του 2023 είναι οι 3.200 μονάδες για τον S&P 500, περίπου εκεί που ήταν το τρίτο τρίμηνο του 2020. Πιστεύει δε ότι οι μετοχές στην ευρωζώνη θα μπορούσαν να δυσκολευτούν περισσότερο από αυτό, δεδομένης της ιδιαίτερα ζοφερής προοπτικής για την οικονομία της περιοχής λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Ωστόσο, μέχρι τα τέλη του 2023, το οικονομικό σκηνικό θα βελτιωθεί και αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει την αγορά μετοχών να πραγματοποιήσει ένα αξιοπρεπές ράλι. Έτσι, η Capital Economics εξακολουθεί να προβλέπει ότι οι περισσότεροι βασικοί δείκτες μετοχών θα κινηθούν υψηλότερα έως το τέλος του 2023 σε σχέση με το τέλος του 2022, ενώ αναμένει αξιοπρεπή κέρδη και το 2024.
Καθώς οι μετοχές τελικά θα ανακάμπτουν, η αγορά των ΗΠΑ θα κερδίσει λιγότερο έδαφος από ό,τι άλλες αγορές. Εξάλλου, τα ασφάλιστρα κινδύνου είναι χαμηλότερα στις ΗΠΑ, κρίνοντας από τα πιστωτικά spreads και τους δείκτες P/E, πράγμα που σημαίνει ότι οι αποτιμήσεις ενδέχεται να ανακάμψουν λιγότερο καθώς βελτιώνεται η διάθεση ανάληψης ρίσκου. Επιπλέον, οι προσδοκίες για την κερδοφορία φαίνονται ιδιαίτερα "τεντωμένες" στις ΗΠΑ, κατά την άποψη του οίκου, γεγονός που μπορεί να περιορίσει οποιαδήποτε πιθανή ώθηση στις μετοχές από τα καλύτερα αποτελέσματα των εισηγμένων.