H Capital Economics εκτιμά ότι η Ελλάδα είναι λιγότερο εκτεθειμένη στους κινδύνους Ρωσίας-Ουκρανίας από πολλές άλλες χώρες και η άνοδος των εσόδων από τον τουρισμό αναμένεται να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 5,5% φέτος και αναμένει επίσης ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα μειωθεί. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, όπως δείχνουν τα πράγματα, φαίνεται ότι η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για τον Αύγουστο του 2023, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Capital Economics.
Από την άλλη τα spreads των ελληνικών ομολόγων έχουν αυξηθεί, καθώς η ΕΚΤ ολοκληρώνει το πρόγραμμα PEPP. Όμως, καθώς το αξιόχρεο έχει ήδη αναβαθμιστεί σε ΒΒ+ από τη Standard and Poor’s, η Ελλάδα είναι πιθανό να λάβει τουλάχιστον μία αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας εντός δώδεκα μηνών περίπου, γεγονός που θα την καθιστούσε επιλέξιμη για ένταξη στα συνήθη προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ.
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα ένα ή δύο χρόνια είναι εξαιρετικές αν και η ανάπτυξη θα επηρεαστεί από την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά, δεδομένης της ισχυρής βάσης από πέρυσι και το πρώτο τρίμηνο, αναμένει ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί.
Το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους είναι επίσης λιγότερο ευαίσθητο στις μεταβολές των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες. Ένα υψηλό ποσοστό του χρέους της Ελλάδας οφείλεται σε επίσημους πιστωτές (κυρίως στον ΕSM και το EFSF), οπότε η μέση διάρκεια του χρέους της είναι υψηλή μετά την αναδιάρθρωση του χρέους το 2012.
Το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% το πρώτο τρίμηνο σε τριμηνιαία βάση, ανεβάζοντας το 3,0% υψηλότερα από τα πρo-Covid επίπεδα. «Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να πιστεύουμε ότι οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης είναι αρκετά λαμπρές», εξηγεί η Capital Economics.
Πρώτον και κυριότερο, η τουριστική περίοδος είναι πιθανό να είναι ισχυρή. Οι διεθνείς αφίξεις επιβατών έχουν αυξηθεί απότομα κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων μηνών και έφτασαν στο 87% των επιπέδων του 2019 τον Μάιο. Η εμπειρία από πέρυσι υποδηλώνει ότι τα τουριστικά έσοδα θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο και πιθανότατα θα υπερβούν τα επίπεδα του 2019. Σημειώνεται ότι σε αντίθεση με την Κύπρο, η Ρωσία δεν αποτελεί σημαντική πηγή τουριστών για την Ελλάδα.
Δεύτερον, ο τομέας της μεταποίησης, αν και μικρός, τα πηγαίνει επίσης αρκετά καλά. Η παραγωγή ήταν 10% πάνω από το προ πανδημίας επίπεδο τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους και ο δείκτης PMI μεταποίησης υποδηλώνει ότι, αν και η ανάπτυξη έχει επιβραδύνθηκε, η παραγωγή εξακολουθεί να επεκτείνεται. Ο ευρύτερα βασισμένος δείκτης οικονομικού κλίματος της ΕΚ υποδηλώνει επίσης ότι η ανάπτυξη δεν έχει επιβραδυνθεί πολύ δραστικά. Οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τη Ρωσία αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 1% της οικονομίας της, οπότε το άμεσο πλήγμα από τη μείωση του εμπορίου θα είναι μικρό.
Τρίτον, η απασχόληση αυξάνεται πολύ γρήγορα, με διψήφιο ρυθμό σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο. Αυτό συνέβαλε στο να μειωθεί η ανεργία κάτω από το προ της πανδημίας επίπεδο και σύμφωνα με την προ της πανδημίας τάση της. Φαίνεται ότι υπάρχει ακόμη κάποια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στην αγορά εργασίας, η απασχόληση θα συνεχίσει να αυξάνεται για κάποιο χρονικό διάστημα.
Τα εμπόδια
Ο πιο πιεστικός κίνδυνος είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος ήταν 10,7% το Μάιο, με αιχμή τον πληθωρισμό της ενέργειας που ξεπέρασε το 60%, ο οποίος θα συμπιέσει τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών και θα εξασθενήσει κατανάλωση. Τούτου λεχθέντος, το πλήγμα στα πραγματικά εισοδήματα θα αμβλυνθεί από την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9% που έχει ήδη εφαρμοστεί φέτος.
Αν και το τεράστιο δημόσιο χρέος της Ελλάδας ρίχνει «σκιά» στις μακροπρόθεσμες προοπτικές, οι κίνδυνοι είναι αρκετά χαμηλοί τουλάχιστον για τα επόμενα δύο ή τρία χρόνια. Το απόθεμα χρέους μειώθηκε από 206% το 2020 σε 193% πέρυσι και πρόκειται να μειωθεί περαιτέρω λόγω της ταχείας αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και της βελτίωσης του πρωτογενούς δημοσιονομικού ισοζυγίου.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για το ποσοστό χρέους της Ελλάδας τον Μάιο και το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα μειωθεί περισσότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη προηγμένη οικονομία.