Η εποχή του φθηνού χρήματος έχει πλέον τελειώσει, εκτίμησε η Capital Economics σημειώνοντας πως η ΕΚΤ, θα προχωρήσει σύμφωνα με την μέση εκτίμηση της αγοράς σε μία ή δύο αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2022, κάτι που προκαλεί εύλογες ανησυχίες για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (όπως η Ελλάδα), ειδικά εάν θυμηθεί κανείς ότι η τελευταία φορά που η ΕΚΤ επιχείρησε να ανεβάσει το κόστος δανεισμού ήταν το 2011, δηλαδή στην αρχή της κρίσης χρέους που εκτίναξε τις αποδόσεις των ομολόγων των ευάλωτων οικονομιών.
Η Capital Economics προβλέπει δύο αυξήσεις επιτοκίων από 25 μονάδες βάσης η κάθε μία τόσο εφέτος όσο και το 2023, εκτιμώντας πάντως πως αυτή την φορά η περιφέρεια της ευρωζώνης μπορεί να αντέξει ποιο εύκολα την αύξηση του κόστους δανεισμού.
Τα επιτόκια της ΕΚΤ εξάλλου στα τέλη του 2023 αναμένεται πως θα είναι χαμηλότερα από ό,τι ήταν το 2011, ενώ μπορεί το Δημόσιο Χρέος να είναι υψηλότερο σε σχέση με τότε, το κόστος εξυπηρέτησής του όμως είναι πολύ χαμηλότερο και η μέση ωρίμανσή του πολύ μεγαλύτερη (20,5 έτη με μέσο επιτόκιο 1,4% στην περίπτωση της Ελλάδας).
Εργαλεία στήριξης
Παράλληλα οι χώρες της περιφέρειας δεν χρειάζονται πλέον πακέτα διάσωσης, ενώ έχουν και την στήριξη της ΕΚΤ που έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα στον τομέα της ποσοτικής χαλάρωσης.
Εάν μάλιστα οι αποδόσεις των ομολόγων της περιφέρειας εκτιναχθούν δεν θα χρειαστούν (όπως στην κρίση χρέους) παρεμβάσεις ανάλογες του Μάριο Ντράγκι («whatever-it-takes» ), αλλά απλά επανεκκίνηση του «QE Πανδημίας» που ολοκληρώνεται τον Μάρτιο η και ενίσχυση της αγοράς τίτλων στα πλαίσια του προγράμματος APP, για να συρρικνωθούν τα spreads.
Ωστόσο, αν και η ΕΚΤ έχει την δύναμη να αποφύγει τα λάθη του παρελθόντος δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα μπορέσει να το καταφέρει αν τα πράγματα πάνε άσχημα με τις δημοσιονομικές πολιτικές της περιφέρειας να παίζουν τον δικό τους ρόλο στις εξελίξεις