Όπως επισημαίνει σε σημερινό της σημείωμα, η Fitch θα επανεξετάσει αύριο την αξιολόγηση BB της Ελλάδας, για την οποία έχει θετικές προοπτικές από τον περασμένο Ιανουάριο. Εν τω μεταξύ, όπως προσθέτει, η S&P έχει αναβαθμίσει την Ελλάδα κατά μία βαθμίδα σε BB+ με σταθερές προοπτικές, ενώ η Moody’s τη διατηρεί μία βαθμίδα χαμηλότερα από τη Fitch, στο Ba3 με σταθερές προοπτικές.
Στην τελευταία της αξιολόγηση τον Οκτώβριο, η Fitch ανέφερε τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου ως κίνδυνο για τα δημόσια οικονομικά το 2023, δεδομένης της καθαρής δαπάνης της Ελλάδας ύψους 4,5 δισ. ευρώ για μέτρα ενεργειακής στήριξης το 2022.
«Η πτώση των τιμών του φυσικού αερίου θα πρέπει να κατευνάσει ορισμένες από τις ανησυχίες των οίκων αξιολόγησης και δεν θα αποκλείαμε μια αναβάθμιση αύριο σε BB+. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι ο οίκος είναι πιθανό να περιμένει μέχρι τις γενικές εκλογές, οι οποίες θα γίνουν έως τον Ιούλιο», τονίζει η Citi.
Σημειώνεται πως η Fitch θα αξιολογήσει την Ελλάδα τρεις φορές φέτος, αύριο 27 Ιανουαρίου, στις 9 Ιουνίου και την 1η Δεκεμβρίου.
Σε πρόσφατη έκθεσή της για τις προοπτικές των ομολόγων της Ευρωζώνης του 2023 η Citi είχε επισημάνει, πάντως, πως οι εκλογές είναι αρνητικός παράγοντας για τα ελληνικά ομόλογα και τήρησε έτσι bearish στάση.
Καθώς ο εκλογικός νόμος, ωστόσο, έχει αλλάξει και παρά το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία μπορεί να αναδειχθεί ως το μεγαλύτερο κόμμα, συνολικά οι εκλογές μπορεί να οδηγήσουν σε κατακερματισμένο κοινοβούλιο, όπως είχε τονίσει.
Αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, θέτοντας σε κίνδυνο την αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα και ασκώντας έτσι πιέσεις στα ελληνικά ομόλογα.
Εκτός από τις εκλογές, η Citi είχε επισημάνει και τρεις άλλους λόγους για την αρνητική της στάση: τον κίνδυνο αύξησης του premium ρευστότητας, καθώς οι επενδυτές γίνονται πιο επιλεκτικοί εν μέσω του τέλους του φθηνού χρήματος παγκοσμίως, το γεγονός ότι παρά τη θετική ανάπτυξη η Ελλάδα θα μπορούσε να υποστεί μία από τις μεγαλύτερες επιβραδύνσεις φέτος έναντι του 2022 (με βάση τις προβλέψεις της Κομισιόν) και το ότι λόγω της πολιτικής της ΕΚΤ, οι εκδότες με υψηλό χρέος/ΑΕΠ ενδέχεται να αντιμετωπίσουν δυσανάλογα μεγαλύτερη διεύρυνση των spreads.
Ωστόσο, σύμφωνα με την τράπεζα, αυτοί οι κίνδυνοι ενδέχεται να αντισταθμιστούν εν μέρει από τη μεγαλύτερη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ εντός Ευρωζώνης που θα σημειώσει η Ελλάδα, καθώς και το ότι θα έχει τη μικρότερη αύξηση στις καθαρές ανάγκες ρευστότητας ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη.