Μια βόλτα στο Κολοσσαίο της Ρώμης ή μια επίσκεψη στον Παρθενώνα στην Αθήνα αποδεικνύεται πλέον δύσκολη υπόθεση λόγω της ακραίας ζέστης που πλήττει την Ευρώπη το φετινό καλοκαίρι, απόρροια της κλιματικής αλλαγής.
Η κλιματική κρίση έχει φέρει στην επικαιρότητα έναν νέο όρο –«coolcationing» από τη σύντμηση των αγγλικών λέξεων για το «δροσερό» (cool) και τις «διακοπές» (vacationing)- για να περιγράψει έναν προβληματισμό δεκαετιών: μήπως οι καύσωνες και τα ακραία καιρικά φαινόμενα στη Μεσόγειο «διώξουν» τον τουρισμό και τον κατευθύνουν σε πιο δροσερά κλίματα; Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε για το θέμα με τον Ανδρέα Ματζαράκη, καθηγητή Βιοκλίματος και Αστικής Κλιματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ (Γερμανία) και έναν από τους επιστήμονες που συμβουλεύεται ο Γερμανός υπουργός Υγείας, Καρλ Λάουτερμπαχ, για ζητήματα που έχουν να κάνουν με την επίδραση του κλίματος και ειδικότερα της ζέστης στη δημόσια υγεία.
Ο Έλληνας επιστήμονας, γεννημένος στον Πεντάλοφο του ‘Εβρου το 1960, έχει επίσης διατελέσει διευθυντής στο Ερευνητικό Κέντρο Ανθρωπο-Bιομετεωρολογίας της Γερμανικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας κι έχει συμμετάσχει στη δημιουργία του γερμανικού σχεδίου δράσης για την αντιμετώπιση ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι καύσωνες του 2018.
«Η συζήτηση για την αλλαγή των τουριστικών ροών και την κατεύθυνσή τους προς πιο δροσερά κλίματα ξεκίνησε ήδη από το 1995 περίπου κι έκτοτε ακούγεται ότι η Βόρεια Θάλασσα και η Βαλτική θα γίνουν η νέα Μεσόγειος για τον τουρισμό. Εάν όμως υπολογίσουμε όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τον τουρισμό, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ναι, επιλέγουμε σε μεγάλο βαθμό με βάση το κλίμα, αλλά σε έναν προορισμό δεν συναντάμε το κλίμα, συναντάμε τον καιρό, που μπορεί να είναι οπουδήποτε προσωρινά ακατάλληλος για διακοπές και να “μας χαλάσει τη σούπα”, όπως λένε οι Γερμανοί. Ας σκεφτούμε το εξής: από τη δεκαετία του ’90 ακούμε ότι η Μεσόγειος θα χάσει τους επισκέπτες της λόγω της ζέστης. Γιατί όμως τόσα χρόνια μετά εξακολουθούμε να σχεδιάζουμε διακοπές στη Μεσόγειο; Διότι οι συνθήκες στη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική δεν συγκρίνονται με τη Μεσόγειο. Εκεί δεν μπορείς να πας για μπάνιο 150 μέρες τον χρόνο, ενώ λόγω των συχνών παλιρροιών μπορεί να χρειαστεί να περπατήσεις πέντε ή δέκα χιλιόμετρα για να φτάσεις στη θάλασσα. Επιπλέον, τα καταλύματα είναι καλυμμένα 100%, ενώ παράγοντες όπως η ανάγκη προστασίας της βιοποικιλότητας δεν επιτρέπουν τη σημαντική περαιτέρω επέκτασή τους» εξηγεί ο κ.Ματζαράκης μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Αλεξάνδρα Γούτα.
Πέραν αυτών, παρατηρεί, το βόρειο κομμάτι της Βόρειας Θάλασσας και το νότιο της Βαλτικής δεν εξυπηρετούνται αεροπορικώς, παρά μόνο με τρένο ή αυτοκίνητο. Οπότε, αν θέλουμε να μιλάμε για πραγματικές μετακινήσεις τουριστών προς τις περιοχές αυτές, ίσως θα χρειαστεί να περιμένουμε το τέλος του 21ου αιώνα, για να γίνουν νωρίτερα όσα χρειάζεται. Όλες αυτές οι περιοχές είναι πανέμορφες, αλλά δεν μπορούν να απορροφήσουν τα ρεύματα τουρισμού, που σήμερα κατευθύνονται στη Μεσόγειο» εκτιμά.
Φυσικά, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η Ελλάδα και η Μεσόγειος όντως αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα που σχετίζονται με την κλιματική κρίση και το 2023 ήταν ένα έτος που στην περίπτωση της χώρας μας έδειξε τι μπορεί να γίνει. «Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στον τουρισμό στη Μεσόγειο έχουν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται εδώ και 10-15 χρόνια και το πιο ξεκάθαρο δείγμα ήταν αυτό που έγινε πέρυσι στην Ελλάδα, επηρεάζοντας ζωές και υποδομές» παρατηρεί ο καθηγητής και προσθέτει: «Όλα αυτά θα γίνουν εντονότερα, γιατί τις θερμοκρασίες που στο παρελθόν είχαμε κάθε δεκαετία, τώρα τις έχουμε κάθε χρόνο. Αυτή τη στιγμή παγκοσμίως η ζέστη επηρεάζει το 50% του πληθυσμού, αλλά σε 20 χρόνια το ποσοστό αυτό προβλέπεται ότι θα αυξηθεί στο 80%. Οι άνθρωποι είμαστε έτσι φτιαγμένοι, ώστε μπορούμε να προσαρμοστούμε στο κρύο, αλλά όχι στη ζέστη. Βέβαια, η επίδραση του κλίματος στην ανθρώπινη θνησιμότητα είναι ένα ζήτημα πάρα πολύ πολύπλοκο, αφού δεν σχετίζεται μόνο με τη ζέστη, αλλά και με την υπεριώδη ακτινοβολία και την υγρασία, που δημιουργούν ένα κοκτέιλ. Και φυσικά, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τα ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία είναι πάρα πολύ σημαντικά, κάτι που έγινε σαφές και σε περιπτώσεις όπως αυτές των πλημμυροπαθών της Θεσσαλίας».
Καύσωνες και υψηλές θερμοκρασίες, ξηρασίες, πυρκαγιές και πλημμύρες πλήττουν τη Μεσόγειο, καταστρέφοντας τις υποδομές και την καλή της φήμη, αλλά τα προβλήματα λόγω της κλιματικής κρίσης δεν είναι μόνο άμεσα, αλλά και έμμεσα. Για παράδειγμα, η άνοδος της θερμοκρασίας μπορεί να αυξήσει τα φύκια ή τις μέδουσες στις θάλασσες. «Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση, χρειαζόμαστε προ-πληροφόρηση και ανάλυση των δεδομένων του προορισμού, μέσω και τεχνολογιών όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, για να μπορούμε να απαντήσουμε με συγκεκριμένα δεδομένα σε ερωτήσεις όπως “ποια είναι η κατάλληλη εποχή από άποψη καιρικών συνθηκών, για να επισκεφτώ την Κρήτη;”. Επίσης, χρειάζεται να υπάρχει ενημέρωση στον ίδιο τον τόπο και τον χρόνο των διακοπών, αλλά και να είμαστε σε θέση να αναλύσουμε εκ των υστέρων τι έχει συμβεί κατά την περίοδο της σεζόν» λέει.
«Δεν αρκεί το 112, ούτε οι εφαρμογές»
Με αφορμή τα γεγονότα με τους θανάτους τουριστών που διέσχιζαν μονοπάτια στην Ελλάδα εν μέσω υψηλών θερμοκρασιών το φετινό καλοκαίρι, παρατηρεί ότι ναι μεν πρέπει οι ίδιοι οι επισκέπτες να ενημερώνονται για τις συνθήκες στον προορισμό τους, ώστε να προστατεύουν τον εαυτό τους, αλλά χρειάζεται και οι φορείς κάθε χώρας να φροντίζουν για την ασφάλεια των φιλοξενούμενών τους: να συσπειρώνονται σε αυτόν τον στόχο κεντρική κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, τουριστικοί και ταξιδιωτικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις. Ο ίδιος επισημαίνει: «δεν αρκεί το 112. Γιατί να μην υπάρχει σε κάθε ξενοδοχείο μια πινακίδα, που να προτείνει “καλύτερα να αποφύγετε το μπάνιο στη θάλασσα ή την έντονη σωματική δραστηριότητα μεταξύ 11.00 και 15.00 σήμερα, λόγω υψηλών θερμοκρασιών”; Ο επισκέπτης που βλέπει ότι η χώρα που επισκέπτεται τον προστατεύει, δεν θα χρειαστεί να πάει πουθενά αλλού. Χρειάζεται τέλος ευελιξία από πλευράς του κράτους, για τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων. Με τον υπουργό Υγείας της Γερμανίας χρειάστηκε να συζητήσουμε μόλις 10 λεπτά, για να ληφθούν άμεσα τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της ακραίας ζέστης και τους καύσωνες».
Οι υψηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν ακόμα τις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις και τον αθλητικό τουρισμό. Για παράδειγμα, λέει ο κ. Ματζαράκης, το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στην Ντόχα ήταν προγραμματισμένο για το καλοκαίρι και τελικά μεταφέρθηκε στον χειμώνα, γιατί ακόμα και αν οι αθλητές μπορούσαν να αντέξουν τις μέσες θερμοκρασίες στο γήπεδο, για τους ξένους επισκέπτες, που δεν είναι συνηθισμένοι σε τόσο ακραία ζέστη, η πραγματική αίσθηση θερμοκρασίας ήταν αφόρητη, 50 βαθμών Κελσίου. Αντίστοιχα, το 2019, πάλι στην Ντόχα, το 40%-50% των αθλητών δεν έτρεξαν λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Ιαπωνία, τα αγωνίσματα του Μαραθωνίου και του βάδην 50 χλμ αποφασίστηκε να μεταφερθούν από το Τόκιο στο πιο δροσερό Σαπόρο. «Τα ακραία καιρικά φαινόμενα πληθαίνουν και πώς μπορείς να διαχειριστείς πληθυσμούς φιλάθλων της τάξης των 50.000 ανθρώπων, ώστε να είναι ασφαλείς;» καταλήγει ο καθηγητής.