Οι δικηγόροι Β. Κοντογιάννης, Αριάδνη Νούκα και Ι. Μυταλούλης, σε ανακοίνωσή τους αναφέρουν ότι με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανοίγει ο δρόμος για τα εθνικά δικαστήρια που θα κρίνουν συναφείς υποθέσεις, στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που έθεσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εφαρμόσουν τις προστατευτικές διατάξεις του νόμου «περί προστασίας καταναλωτή», τις οποίες έκρινε μη δυνάμενες να εφαρμοστούν η πλειοψηφία στην απόφαση του Αρείου Πάγου.
Οι απόψεις των τριών νομικών έρχονται ως απάντηση σε δημοσιεύματα που χαρακτηρίζουν την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση C-243/20 ταφόπλακα για τους δανειολήπτες ελβετικού φράγκου και ότι επικυρώνει την απόφαση του Αρείου Πάγου.
«Κατόπιν νομικής αξιολόγησης της απόφασης επισημαίνουμε, εν συντομία, ότι με την απόφαση επί της υπόθεσης C-243/20 το ΔΕΕ :
1. Κρίνει μη ορθές παραδοχές, όπως αυτές της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στην υπ΄ αριθμ. 4/2019 απόφαση σε καίρια ζητήματα της υπόθεσης
2. Δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές βάσει των οποίων θα πρέπει να στηρίξουν στο εξής τα εθνικά δικαστήρια τις αποφάσεις τους σε συναφείς υποθέσεις και
3. Επισημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την δυνατότητα να προχωρήσουν, ερμηνεύοντας το εθνικό δίκαιο, σε έλεγχο καταχρηστικότητας των συμβατικών όρων, χωρίς να δεσμεύονται από τους περιορισμούς του πεδίου εφαρμογής της
Οδηγίας 93/13, εφόσον τούτο συμπορεύεται με τους σκοπούς της Οδηγίας και προς διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας για τους καταναλωτές.
Δοθέντων τούτων, είναι ανοικτός ο δρόμος για τα εθνικά δικαστήρια που θα κρίνουν συναφείς υποθέσεις, στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που έθεσε το ΔΕΕ, να εφαρμόσουν τις προστατευτικές διατάξεις του νόμου «περί προστασίας καταναλωτή», τις οποίες έκρινε μη δυνάμενες να εφαρμοστούν η πλειοψηφία στην απόφαση της 4/2019 ΟλΑΠ.
Υπενθυμίζεται τέλος, ότι, τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο σχετίζονται με 70.000 οικογένειες δανειοληπτών, οι οποίοι αγωνιούν σφόδρα για την έκβαση της υπόθεσης στα ελληνικά δικαστήρια».