Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της κυβέρνησης Τραμπ υπέρ της δασμολογικής της στρατηγικής είναι η πρόβλεψη ότι οι δασμοί θα ενισχύσουν την εσωτερική παραγωγή, οδηγώντας στη δημιουργία εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, ειδικός της αγοράς προειδοποιεί ότι αν η Apple αποφάσιζε να κατασκευάζει τα iPhone εντός ΗΠΑ, η τιμή τους θα μπορούσε να αγγίξει τα 3.500 δολάρια. Ο επικεφαλής αναλυτής τεχνολογίας της χρηματοοικονομικής εταιρείας Wedbush Securities, Νταν Ιβς, δήλωσε στο CNN πως οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης είναι «παραμυθένιες». Όπως εξηγεί, αν η παραγωγή μεταφερόταν από την Ασία στις ΗΠΑ, η Apple θα έπρεπε να δημιουργήσει από την αρχή μια νέα εφοδιαστική αλυσίδα, αντίστοιχη με την υπάρχουσα, κάτι που θα ανέβαζε δραματικά το κόστος.
«Φτιάχνετε μια τέτοια εφοδιαστική αλυσίδα στις ΗΠΑ, με εργοστάσια στη Δυτική Βιρτζίνια και το Νιου Τζέρσεϊ, και τότε θα έχετε ένα iPhone αξίας 3.500 δολαρίων», τόνισε. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη και για να μεταφέρει μόλις το 10% της εφοδιαστικής της αλυσίδας στις ΗΠΑ, η Apple θα χρειαζόταν περί τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια και χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών ετών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου το 90% των iPhone συναρμολογούνται στην Κίνα, τα τσιπ κατασκευάζονται κυρίως στην Ταϊβάν, ενώ οι οθόνες προέρχονται από εταιρείες της Νότιας Κορέας. Ορισμένα άλλα εξαρτήματα προέρχονται επίσης από την Κίνα.
Ο Νέι Σαχ, αντιπρόεδρος ερευνών της Counterpoint Research, εκτιμά ότι το κόστος ενός iPhone θα μπορούσε να αυξηθεί κατά περίπου 30%, ανάλογα με τη χώρα κατασκευής. Την ίδια στιγμή, η επενδυτική τράπεζα Rosenblatt Securities από τη Νέα Υόρκη υπολόγισε ότι η τιμή θα μπορούσε να αυξηθεί έως και 43% εάν η Apple επέλεγε να μετακυλήσει το σύνολο του κόστους των δασμών στους καταναλωτές.
Τον Φεβρουάριο, η Apple ανακοίνωσε σχέδιο επένδυσης ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ μέσα στην επόμενη τετραετία, στο πλαίσιο των προσπαθειών της να μειώσει την εξάρτησή της από την κινεζική παραγωγή και να αποφύγει τους δασμούς που έχει επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ.