Πλέον, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι περισσότερο προσανατολισμένες στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, λιγότερο στην κατανάλωση που χρηματοδοτείται με χρέος και παρουσιάζει λιγότερες ανισορροπίες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν.
Η οικονομική δραστηριότητα επεκτάθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση το 2023 και το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε πάνω από 2% πέρυσι, υποστηριζόμενο από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, τις εξαγωγές και την αύξηση των επενδύσεων.
Αν και με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία πιθανότατα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει τον μέσο όρο της ευρωζώνης φέτος, καθώς η ανάκαμψη και η ανθεκτικότητα υποστηρίζονται από εισροές κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), μαζί με την έντονη ιδιωτική κατανάλωση και τον ενισχυμένο τραπεζικό τομέα.
Οι αναδυόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων, πιθανότατα θα δοκιμάσουν την οικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας στο μέλλον. Αυτό θα απαιτήσει επαγρύπνηση για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων για την περαιτέρω μετάβαση σε ένα πιο διαφοροποιημένο και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο.
Πώς έφτασε στην κρίση
Το ελληνικό μοντέλο μη βιώσιμης ανάπτυξης και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων οδήγησαν σε παρατεταμένη κρίση, θυμίζει η DBRS. Η παρατεταμένη κρίση της Ελλάδας ξεκίνησε το 2009 και είχε ως αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ να μειωθεί κατά περίπου 26% έως το 2018. Μετά από μια περίοδο αργής ανάπτυξης το 1980-1995, η είσοδος στη ζώνη του ευρώ σηματοδότησε μια περίοδο ισχυρού ετήσιου ρυθμού αύξησης από 4% στο πραγματικό ΑΕΠ το διάστημα 1996-2007, υποστηριζόμενη από χαμηλό κόστος δανεισμού, σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού.
Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτής της φαινομενικά ταχέως αναπτυσσόμενης δυναμικής οικονομίας οδηγήθηκε κυρίως από την πιστωτική επέκταση που τροφοδοτήθηκε από το εξωτερικό και οδήγησε σε μη βιώσιμα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα.
Η αύξηση της κατανάλωσης οδήγησε σε σημαντική αύξηση της ζήτησης για στέγαση, λιανικά αγαθά και υπηρεσίες, προκαλώντας άνοδο στους μη εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας όπως τα ακίνητα, οι κατασκευές, οι τράπεζες και το λιανικό εμπόριο.
Η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ο κύριος συντελεστής του πραγματικού ΑΕΠ την περίοδο 1995-2000 με μερίδιο 68% του ΑΕΠ με τις συνολικές εξαγωγές ως μερίδιο του ΑΕΠ να αντιστοιχούν σε περίπου 17%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ για την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές ήταν 55% και 26%, αντίστοιχα, για την ίδια περίοδο. Η τάση αυτή συνεχίστηκε ακόμη και μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001.
Παρά τα αναμενόμενα οφέλη από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, όπως σταθερότητα τιμών, σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, χαμηλό κόστος συναλλαγών και βαθύτερη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση, οι συνολικές εξαγωγές και ιδιαίτερα οι εξαγωγές αγαθών παρέμειναν χαμηλές.
Για την περίοδο 2001-2008 οι συνολικές εξαγωγές αντιπροσώπευαν το 20% του ΑΕΠ σε σχέση με το 32% για την ΕΕ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αύξηση των μισθών στους μη εμπορεύσιμους τομείς αυξήθηκε γρήγορα, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές σε ολόκληρη την οικονομία και μειώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας.
Την περίοδο 2000-2008, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε σχεδόν κατά 32%. Αυτό επιδεινώθηκε από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως η γραφειοκρατία στο δημόσιο τομέα, η άκαμπτη αγορά εργασίας, οι κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και το αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα.
Η χώρα γνώρισε επίσης άνοδο στις επενδύσεις με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να αυξάνεται σε 25% κατά μέσο όρο μεταξύ 2001-2008, σε σχέση με 22% για την ΕΕ. Ωστόσο, συγκεντρώθηκε κυρίως σε μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας όπως τα ακίνητα, οδηγώντας σε μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση και τελικά σε υψηλές δημοσιονομικές ανισορροπίες.
Αυτή η τάση διακόπηκε από την κρίση του δημόσιου χρέους και την πολιτική αστάθεια. Οι συνολικές επενδύσεις μειώθηκαν σε περίπου 11% του ΑΕΠ το 2015.
Εγινε πιο ανθεκτική;
Έχει γίνει πιο ανθεκτική η ελληνική οικονομία; Η Ελλάδα ανέλαβε τρία προγράμματα προσαρμογής από το 2010 έως το 2018, εφαρμόζοντας μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στον οικονομικό, δημοσιονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, οι οποίες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητά της, τη δημοσιονομική της θέση και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στόχευαν στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, με τη θέσπιση ευέλικτων μορφών απασχόλησης και προσαρμογής των μισθών ώστε να αντικατοπτρίζουν τα επίπεδα παραγωγικότητας. Την περίοδο 2009-2018, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε κατά περίπου 9% με το ποσοστό ανεργίας να διαμορφώνεται στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024 από 28,1% τον Σεπτέμβριο του 2013.
Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών έχουν αυξηθεί σημαντικά φτάνοντας το 44% του ΑΕΠ το 2023 από 22% το 2010, προσεγγίζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ 52%, σύμφωνα με την Eurostat. Μετά από χρόνια ύφεσης στις επενδύσεις στην Ελλάδα, ο σχηματισμός ακαθάριστου κεφαλαίου (ως μερίδιο του ΑΕΠ) άρχισε να επιταχύνεται αργά το 2020. Από το 12,3% που ήταν το 2020 οι επενδύσεις ως μερίδιο του ΑΕΠ έφθασαν στο 15,2% το 2023 και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, με την υποστήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αντιμετωπίζει αναδυόμενες προκλήσεις όσον αφορά την αντοχή και την ανθεκτικότητά της. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για την τόνωση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας και για την αξιοποίηση εξωτερικών κεφαλαίων θα στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τις κληρονομιές της κρίσης, να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διαρθρωτικές προκλήσεις και να διατηρήσει περαιτέρω την ανάπτυξη μετά τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης.