Ένα ακόμη σήμα εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία έδωσε ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS σε σημερινή του έκθεση διατηρώντας με ΒΒΒ (low) στο ελληνικό αξιόχρεο και την επενδυτική βαθμίδα και αναβάθμισε σε θετικό το outlook από σταθερό.
Ο καναδικός οίκος άλλωστε να υπενθυμίσουμε ότι ήταν ο πρώτος από τους 4 αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους που κατέταξε σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας το ελληνικό αξιόχρεο δίνοντας σήμα επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές μετά από 13 χρόνια.
Η αξιολόγηση από τον DBRS ήρθε μετά από εκείνο του οίκου Scope Ratings ο οποίος επίσης έχει δώσει την επενδυτική βαθμίδα και τον περασμένο Ιούλιο αναβάθμισε επίσης το outlook για το ελληνικό αξιόχρεο από σταθερό σε θετικό. Τώρα όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα την άλλη εβδομάδα στη Moody΄s τον μόνο οίκο αξιολόγησης που δεν έχει δώσει επενδυτκή βαθμίδα.
Τι αναφέρει η έκθεση
Στις βασικές εκτιμήσεις του οίκου για την πιστοληπτική αξιολόγηση σημειώνει ότι οι μεταβολές της τάσης αντανακλούν τις προσδοκίες της Morningstar DBRS για περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος.
Όπως σημειώνει ειδικότερα , το τραπεζικό τομέας είναι πιθανό να συνεχίσει να διατηρεί καλή κερδοφορία, να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και να μειώσει τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις.
Τα ποσοστά μετοχών που κατείχε η κυβέρνηση στις τράπεζες έχουν επίσης υποχωρήσει ως αποτέλεσμα της απόφασης της κυβέρνησης να πωλήσει ένα μεγάλο ποσό μεριδίων σε συστημικές τράπεζες. Επιπλέον, τα υγιή και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υγιή ονομαστική ανάπτυξη, θα διευκολύνουν την περαιτέρω σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027 από 161,9% το 2023.
Επιπλέον, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, οι οποίες, μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) πόρους της ΕΕ, αναμένεται να αυξήσουν το δυναμικό του ΑΕΠ και να καταστήσουν την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοδύναμη. Από το 2021, η Ελλάδα έχει υπεραποδόσεις τη μέση ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά περισσότερο από 2,0% και στις δύο 2024 όσο και το 2025.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας με ΒΒΒ (χαμηλό) στηρίζονται στη συμμετοχή της στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ και στην εφαρμογή των προηγούμενων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση των του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ ή Ελλάδα 2.0), το οποίο αναμένεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τους ομολόγους της στη ζώνη του ευρώ. Οι σημαντικοί πόροι της ΕΕ παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή του μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ υποστηρίζουν τις επενδύσεις με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος.
Ο οίκος συμπλρώνει ακόμα ότι υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που αντιμετώπισε η οικονομία από το 2020. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από το ακόμη υψηλό δημόσιο χρέος ποσοστό, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Παράγοντες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας
Η Morningstar DBRS, όπως συμπληρώνει θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εάν συμβεί ένα ή ένας συνδυασμός από τα ακόλουθα:
- περαιτέρω βελτίωση των κατάστασης του τραπεζικού συστήματος
- συνέχιση των υγιών δημοσιονομικών επιδόσεων, που υποστηρίζονται από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και μια σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους ή
- συνέχιση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τη μακροπρόθεσμη προοπτικές ανάπτυξης.
Η Morningstar DBRS θα μπορούσε να αλλάξει τις τάσεις των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και πάλι σε Σταθερές, εάν ο τραπεζικός τομέας δεν καταφέρει να μειώσει τις ευπάθειές του, η προβλεπόμενη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους υπολείπεται σημαντικά, ή εάν η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης υπολείπεται.
Πιθανές αιτίες υποβάθμισης περιλαμβάνουν ένα ή συνδυασμό των ακόλουθων:
- μια παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει τον λόγο του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση-
- αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Τράπεζες και μη εξυπηρετούμενα – Η εκτίμηση για συγχώνευση Attica Bank και Παγκρήτιας
Αναφερόμενη στη συνέχεια η DBRS στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αναφέρει: Περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και χαμηλότερη σχέση με το Δημόσιο μειώνουν τις ευπάθειες που υπάρχουν. Έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας, είναι πλέον πιο ανθεκτικός σε σχέση με το παρελθόν. Οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με τη στήριξη της αύξησης των καθαρών περιθωρίου καθαρού επιτοκίου.
Επιπλέον, η βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας μετά από μια βαθιά διαδικασία αναδιάρθρωσης και η μείωση του πιστωτικού κόστους που συνάδει με τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου τους, ενίσχυσαν περαιτέρω τις ελληνικές τράπεζες. Οι πρόσφατοι κλυδωνισμοί, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και υψηλό κόστος επιτοκίου, δεν εμπόδισαν το συνολικό ακαθάριστο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων να συνεχίσει να μειώνεται. Διαμορφώθηκε στο 7,5% το α’ τρίμηνο του 2024, μειωμένος περισσότερο από περισσότερο από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή του τον Ιούνιο του 2017. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων υπό το πρόγραμμα προστασίας περιουσιακών στοιχείων Hercules (Hercules Asset Protection Scheme – HAPS), το οποίο έχει επωφεληθεί από δημόσια εγγύηση. Η επικείμενη συγχώνευση μεταξύ της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας αν και θα οδηγήσει σε δημόσια ανακεφαλαιοποίηση ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ, θα βοηθήσει πιθανότατα τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων της τραπεζικό σύστημα να μειωθεί περαιτέρω προς τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Περιορισμένοι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα
Με τη βελτίωση του τραπεζικού συστήματος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πραγματοποίησε σημαντικές εκποιήσεις σε συστημικές τράπεζες. Αυτό προσέλκυσε ιδιώτες επενδυτές που επέτρεψαν στην κυβέρνηση να πουλήσει ένα μεγάλο ποσό μετοχών σε συστημικές τράπεζες, οι οποίες βοηθούν στη μείωση της σχέσης με τις τράπεζες.
Η Morningstar DBRS αναμένει περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του κεφαλαίου με συνεχή μείωση των της αναβαλλόμενης φορολογικής πίστωσης, η οποία, κατά το ΥΕ2023, αντιπροσώπευε το 44% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, μειωμένη κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με με το 2022.
Οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση δεκαετίας, αλλά αυξάνοντας τη διαβίωση κόστος διαβίωσης και τα επιτόκια έχουν επιδεινώσει τους πίνακες οικονομικής προσιτότητας των νοικοκυριών. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικού δανεισμού και μόχλευσης και η Morningstar DBRS θεωρεί ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι προς το παρόν περιορισμένοι.
Τα νέα μακροπροληπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανώτατου ορίου για την του λόγου δανείων προς αξία, που θα τεθούν σε ισχύ από την πρώτη Ιανουαρίου 2025, θα συμβάλουν στη διατήρηση υγιών προτύπων δανεισμού.
Κατά την τελευταία δεκαετία, η αύξηση των δανείων ήταν υποτονική, αλλά πρόσφατα βελτιώνεται, ιδίως για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Morningstar DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων του RRF από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχει που έχουν λάβει χώρα, τοποθετούν τις τράπεζες σε καλή θέση για την περαιτέρω παροχή πιστώσεων στις ελληνικές επιχειρήσεις, στηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο του RRF, η Ελλάδα θα αντλήσει δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 16,7 δισ. ευρώ θα διοχετευθούν μέσω των ελληνικών τραπεζών. Μέχρι στιγμής, μόνο 1,9 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις, αλλά είναι πιθανή η επιτάχυνσή τους στο μέλλον. Η εξυγίανση των ιδιωτικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) που μεταφέρθηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και τώρα διαχειρίζονται από τις εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων (CSFs)
παραμένει ένα τρωτό σημείο. Ωστόσο, η Morningstar DBRS αναμένει σταδιακή μείωση αυτών των NPEs με την πάροδο του χρόνου.
Περαιτέρω μείωση στο δημόσιο χρέος
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ σημειώνει στη συνέχεια η DBRS συμπληρώνοντας ότι βρίσκεται σε απότομη πτωτική πορεία και σημειώνει ότι ευνοϊκή διάρθρωση και προληπτική διαχείριση του χρέους μετριάζουν τους κινδύνους.
Ο λόγος του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, επωφελούμενος από τα αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα μέτρια επιτόκια και την υγιή, αν και επιβραδυνόμενη, ονομαστική ανάπτυξη. Ο δείκτης χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ κορυφώθηκε στο 207,0% το 2020, προτού μειωθεί στο 161,9% το 2023, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010- μεσοπρόθεσμα είναι πιθανό να σημειωθούν περαιτέρω μειώσεις. Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει να να μειωθεί στο 152,7% του ΑΕΠ φέτος, γεγονός που συνεπάγεται μείωση κατά περίπου 54 ποσοστιαίες μονάδες σε μόλις τέσσερα χρόνια, μία από τις πιο απότομες μειώσεις στη σύγχρονη χρόνων.
Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες.
Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους να έχει σταθερά επιτόκια μετά από swaps.
Δεύτερον, η σταθμισμένη μέση διάρκεια είναι πολύ υψηλή, η οποία αναμένεται να διαμορφωθεί στο 19 έτη το 2024, και περίπου το 70% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που καθιστά το χρέος λιγότερο ευάλωτο στη μεταβλητότητα της αγοράς.
Τέλος, ο Ελληνικός Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) μπόρεσε να υπερκαλύψει προσωρινά το χαρτοφυλάκιο χρέους του, μετριάζοντας τις επιπτώσεις των της αύξησης του κόστους των τόκων. Το 2024, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσομακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,3%. Αυτά τα παράγοντες αποτελούν καλό οιωνό για την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων εξακολουθούν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με το 10ετές spread έναντι των γερμανικών Bunds ελαφρώς πάνω από τις 100 μονάδες βάσης.
Τα ταμειακά αποθέματα και τα πρωτογενή πλεονάσματα
Ως σημαντικά χαρακτηρίζει στη συνέχεια η DBRS τα ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου 34 δισ. ευρώ (15% του ΑΕΠ ή ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες τριών ετών) στα μέσα του 2024 εξακολουθούν να χρησιμεύουν ως ρυθμιστικό απόθεμα ρευστότητας και ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά μειώνοντας τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης και τον κίνδυνο επιτοκίου. Αυτά τα αποθεματικά αποθέματα ασφαλείας, σε συνδυασμό με την ενεργητική στρατηγική διαχείρισης του χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, με αποτέλεσμα να είναι σημαντικά μειώνοντας έτσι τους κινδύνους αποπληρωμής, στηρίζουν τη θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου «Χρέος και ρευστότητα».
Ωστόσο, τονίζει, παρά το ευνοϊκό προφίλ του χρέους, η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας εξαρτάται κυρίως από την ικανότητά της να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα και σε σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς, μακροπρόθεσμα, το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί από χρηματοδοτούμενο από την αγορά χρέος που θα εκθέσει την Ελλάδα σε αυξημένη μεταβλητότητα της αγοράς.
Υυπεραπόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος φέτος
Παραμένει η δέσμευση για δημοσιονομική υπευθυνότητα, με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% το 2024- το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο αναμένεται να να είναι συνετό επισημαίνει η DBRS.
Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας, αφού επιδεινώθηκαν λόγω των μέτρων που εφαρμόστηκαν για την άμβλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 και της ενεργειακής κρίσης, βελτιώνονται με ταχείς ρυθμούς. Μετά την κορύφωση στο 9,8% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα μειώθηκε στο 1,6% το 2023 με περαιτέρω βελτιώσεις που αναμένονται φέτος και το 2025. Τα ισχυρότερα από τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα, καθώς και οι χαμηλότερες πρωτογενείς δαπάνες, οδήγησαν το
πρωτογενές πλεόνασμα να αυξηθεί στο 1,9% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σε μεγάλο βαθμό τον στόχο του 1,1% πέρυσι.
Με βάση την υγιή οικονομική ανάπτυξη και την ισχυρότερη φορολογικών εσόδων, το πρωτογενές πλεόνασμα θα συνεχίσει πιθανότατα να αυξάνεται. Ενώ η κυβέρνηση έθεσε ως στόχο για το ΑΕΠ το 2,1% στο πρόγραμμα σταθερότητας της τον Απρίλιο, τα υψηλότερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά έσοδα, που βοηθήθηκαν από την ψηφιοποίηση και τα μέτρα φορολογικής συμμόρφωσης, θα οδηγήσουν πιθανότατα σε ένα υπεραπόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος φέτος. Τα τελευταία στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα είναι ενθαρρυντικά, με το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης πλεόνασμα το πρώτο εξάμηνο του έτους, περίπου 1 δισ. ευρώ υψηλότερο από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Σε αυτό το πλαίσιο, το έλλειμμα είναι αναμένεται να μειωθεί στο 1,2% και στο 0,9% του ΑΕΠ το 2024 και το 2025, αντίστοιχα.
Αστερίσκοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές λόγω επιβράδυνση της ανάπτυξης
Τις επόμενες ημέρες, η κυβέρνηση θα παρουσιάσει στις ευρωπαϊκές αρχές το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό της σχέδιο για χρονικό ορίζοντα τεσσάρων ετών, και η Morningstar DBRS δεν αναμένει εκτροχιασμό της δημοσιονομικής σύνεσης. Οι στόχοι για τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες θα είναι πιθανότατα σύμφωνοι με με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, αντανακλώντας την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης σε μια συντηρητική δημοσιονομική στρατηγική. Morningstar.
Η DBRS αναμένει ότι η διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος 2,0% του ΑΕΠ ή υψηλότερου για παρατεταμένη χρονική περίοδο θα αποτελέσει πρόκληση για την κυβέρνηση, αλλά οι ελληνικές αρχές έχουν ένα υγιές ιστορικό στην ταχεία αποκατάσταση των δημοσιονομικών λογαριασμών, παρά τα πολλαπλά σοκ των τελευταίων ετών.
Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με την επιβράδυνση της ανάπτυξης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, την ανανέωση των ενεργειακών και επισιτιστικών πίεση στις τιμές που θα απαιτούσε πρόσθετα μέτρα στήριξης, ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα και τον αντίκτυπο στις ενδεχόμενες υποχρεώσεις.
Από την άλλη πλευρά, η επίμονη βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων χάρη στα κυβερνητικά μέτρα για την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης μπορεί να αποφέρει καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μερίδιο της παραοικονομίας έχει μειωθεί σημαντικά στο 16% το 2021 από περίπου 30% το 2013, και είναι δυνατή η περαιτέρω μείωση. Αυτό θα ήταν καλός οιωνός για τη δημοσιονομική ικανότητα στο μέλλον.