Ανάπτυξη 4,4% περιμένει η DBRS Morningstar για την ελληνική οικονομία το 2022, αναβαθμίζονται τις σχετικές προβλέψεις της κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, παρότι όπως επισημαίνει ο οίκος αξιολόγησης, σε πολλές χώρες, οι προσδοκίες για την ανάπτυξη έχουν επιδεινωθεί. Στο πλαίσιο σαρωτικών υποβαθμίσεων για όλες τις οικονομίες, οι αναλυτές κατεβάζουν τον πήχυ της ανάπτυξης της Ελλάδας κατά μία ποσοστιαία μονάδα για το 2023, στο 2,2%.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της DBRS, η ανεργία θα διαμορφωθεί στο 12,7% φέτος και στο 11,9% το 2023 (πρόκειται για βελτιωμένες προβλέψεις, κατά 0,20 και 0,50 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα).
Σε ό,τι αφορά την παγκόσμια οικονομία, ο οίκος μιλά για επιδείνωση των προοπτικών. Η ανάπτυξη στη Β. Αμερική αναμένεται να είναι χαμηλότερη του 1% το 2023, την ώρα που κάποιοι οικονομολόγοι προβλέπουν ύφεση.
Οι προοπτικές έχουν επιδεινωθεί απότομα και στην Ευρώπη, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο ελλείψεων στην ενέργεια τον χειμώνα, με την βρετανική οικονομία να αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,1% το 2023.
«Ενώ οι κυβερνήσεις έχουν κινηθεί γρήγορα για να εντοπίσουν εναλλακτικές πηγές, η αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου παραμένει εξαιρετικά δύσκολη βραχυπρόθεσμα και οι τιμές του LNG έχουν αυξηθεί με την αυξημένη ζήτηση», σημειώνουν οι αναλυτές.
Ενώ η DBRS δηλώνει σχετικά αισιόδοξη για τις επιπτώσεις μιας πιθανής ήπιας ύφεσης στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις, εντούτοις τονίζει ότι μια βαθύτερη ύφεση, ειδικά εάν συνοδεύεται από πρόσθετα γεωπολιτικά σοκ, μία επιστροφή της πανδημίας ή μια μεγάλη πτώση στις αγορές θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις αξιολογήσεις.
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, ενώ η DBRS προβλέπει ότι αυτός σταδιακά θα υποχωρήσει, εντούτοις μιλά για μια σειρά από βραχυπρόθεσμες προκλήσεις και ρίσκα, που αναμένεται να αποτρέψουν την βελτίωση των συνθηκών κατά τη διάρκεια του 2022 και πιθανώς και μέσα στο 2023.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Ρωσία είναι πολύ τεταμένες και ο χειμώνας αναμένεται να φέρει ελλείψεις στην ενέργεια σε κάποια μέρη της Ευρώπης. Αυτό εκτιμάται ότι θα διατηρήσει το ενεργειακό κόστος σε υψηλά επίπεδα, έστω και εάν πολλές κυβερνήσεις απαλύνουν τις επιπτώσεις για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις μέσω μιας σειράς δημοσιονομικών μέτρων και θεσμικών παρεμβάσεων.