Σε μία νέα αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης πρόκειται να προχωρήσει σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αλλά οι επενδυτές φαίνεται να έχουν στραμμένο το βλέμμα στους επόμενους μήνες. Και αυτό γιατί η δεύτερη συνεχόμενη αύξηση κατά 0,5% θεωρείται αναμενόμενη και σχεδόν προ-ανακοινωμένη από τους… παροικούντες τη Φρανκφούρτη.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, το αν θα ακολουθήσει ένας νέος γύρος αύξησης των επιτοκίων το Μάρτιο είναι αυτό που απασχολεί περισσότερο επενδυτές και οικονομολόγους καθώς μπορεί ο πληθωρισμός να υποχωρεί στην Ευρωζώνη, αλλά οι επιμέρους οικονομικοί δείκτες υποδηλώνουν ότι ενδεχομένως να χρειαστούν περισσότερα μέτρα για να συγκρατηθεί το ράλι του δείκτη τιμών καταναλωτή στην περιοχή.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανακοινώνουν την απόφασή τους μόλις μία μέρα μετά την ανακοίνωση της Fed για χαλάρωση του ρυθμού αύξησης των επιτοκίων, ενώ το σκηνικό συμπληρώνει η πτώση των ευρωπαϊκών τιμών ενέργειας χάρη στον ήπιο χειμώνα.
Επιπλέον, η μάχη ανάμεσα στα «γεράκια» και τα «περιστέρια» της ΕΚΤ διεξάγεται πλέον με φόντο τα πρόσφατα στοιχεία για την οικονομία της ΕΕ που δείχνουν ότι η ύφεση απομακρύνεται.
Οι ανακοινώσεις της Τράπεζας θα γίνουν στις 3:15 μ.μ. (ώρα Ελλάδας) στη Φρανκφούρτη και η επικεφαλής της Κριστίν Λαγκάρντ θα παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου μισή ώρα αργότερα. Υπενθυμίζεται ότι η Λαγκάρντ και οι συνάδελφοί της έχουν δεσμευτεί να «παραμείνουν σε πορεία» αναχαίτισης του πληθωρισμού.
Μπορεί να είναι υπερβολικό να περιμένουμε ενδείξεις για το πώς θα προσεγγίσει το Διοικητικό Συμβούλιο την επόμενη συνεδρίαση, τον Μάιο, καθώς στο μεταξύ αναμένονται άλλες τρεις μηνιαίες μετρήσεις για τον πληθωρισμό, καθώς και οι τριμηνιαίες οικονομικές προβλέψεις του Μαρτίου, όπου αναμένεται υποχώρηση του πληθωρισμού.
Τι λένε οι οικονομολόγοι του Bloomberg
«Ο πληθωρισμός θα είναι χαμηλότερος φέτος και μια σημαντική ύφεση της οικονομίας τον χειμώνα είναι πλέον πιθανό να αποφευχθεί. Αυτό που θα μάθουμε από τη συνάντηση πολιτικής του Φεβρουαρίου είναι πώς το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να ανταποκριθεί σε αυτό το μείγμα ειδήσεων», σημειώνουν οι Τζέιμι Ρας και Μαέβα Κούζιν . Οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Bloomberg βλέπουν άλλη μια αύξηση 50 μονάδων βάση τον επόμενο μήνα, πριν από μια την τελευταία αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης Μάιο, με το επιτόκιο καταθέσεων να διαμορφώνεται στο 3,25%. Οι επενδυτές τιμολογούν το λεγόμενο τερματικό επιτόκιο στο 3,5%.
Η ευρωζώνη, η οποία από τον προηγούμενο μήνα περιλαμβάνει 20 μέλη, μετά την ένταξη της Κροατίας, έδειξε σημάδια ανθεκτικότητας εν μέσω της ενεργειακής κρίσης που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Εκτός από την πιθανή αποφυγή μιας ήπιας ύφεσης, οικοδομείται εμπιστοσύνη για τους επόμενους μήνες, γεγονός που θα μπορούσε να ενισχύσει της φωνές που θέλουν πιο δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού από την ΕΚΤ.
Οι προοπτικές, αν και καλύτερες, παραμένουν θολές, με τη ζήτηση να εξακολουθεί να επιβαρύνεται από την ακρίβεια. Μια απότομη πτώση στις τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου είναι πιθανό να αργήσει να περάσει στα νοικοκυριά. Μπορεί να εμφανιστεί πιο γρήγορα στον μετρούμενο πληθωρισμό, αν και η Λαγκάρντ είναι πιθανό να επαναλάβει την εστίαση της ΕΚΤ στο βασικό μέτρο των πιέσεων στις τιμές, που διατηρήθηκε στο ιστορικό υψηλό του 5,2% τον Ιανουάριο. Οι αξιωματούχοι ανησυχούν επίσης για την αύξηση των μισθών – κάτι που θα μπορούσε να διατηρήσει τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Ποσοτική σύσφιγξη
Τον Δεκέμβριο, η ΕΚΤ αποφάσισε να αρχίσει σταδιακά τη μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων των περίπου 5 τρισεκατομμυρίων ευρώ τα οποία αγόρασε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Οι επανεπενδύσεις θα περιοριστούν, ώστε το εν λόγω χαρτοφυλάκιο να συρρικνωθεί κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ το μήνα από τον Μάρτιο έως τα τέλη Ιουνίου.
Περισσότερες λεπτομέρειες για το QT αναμένεται να καθοριστούν στη συνάντηση αυτής της εβδομάδας. Θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τον τρόπο κατανομής της μείωσης μεταξύ των διαφορετικών τύπων ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ. Μια πιο συγκεκριμένη πορεία για τις μειώσεις αργότερα μέσα στο έτος είναι λιγότερο πιθανή, σύμφωνα με τους αναλυτές.