Σε αύξηση των τιμών-στόχου της για τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες προχωρά η Deutsche Bank, έπειτα από τις μεγάλες υπερ-αποδόσεις των μετοχών τους. Ο γερμανικός επενδυτικός οίκος συστήνει την αγορά των Alpha Bank και Eurobank και τη διακράτηση των Πειραιώς και Εθνική, όμως προειδοποιεί ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για τον κλάδο ενδέχεται να μειώνεται ήδη, καθώς οι αποτιμήσεις των μετοχών έχουν ξεπεράσει εκείνες των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Deutsche Bank, οι ελληνικές τράπεζες εμφάνισαν εξαιρετικές επιδόσεις φέτος, με τον τραπεζικό δείκτη να ενισχύεται τουλάχιστον 59%, την ώρα που ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός δείκτης σημειώνει άνοδο περίπου 10%. Ο οίκος μιλά για μια γρήγορη στροφή του επενδυτικού κλίματος έπειτα από τις πολύ καλύτερες των προβλέψεων επιδόσεις στα έσοδα από τόκους, ως αποτέλεσμα των επιτοκίων, του ελέγχου του κόστους, της καλύτερης ποιότητας ενεργητικού και των ενισχυμένων επιπέδων κεφαλαίων.
Όλα αυτά έχουν οδηγήσει σε σημαντικές αναβαθμίσεις στις τιμές-στόχους, με την Deutsche Bank να ανεβάζει τον πήχυ από τα 6,70 ευρώ στα 7,10 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και από τα 3 ευρώ στα 3,30 ευρώ για την Πειραιώς. Για τη Eurobank ο στόχος αναβαθμίζεται από τα 1,90 ευρώ στα 2,05 ευρώ και για την Alpha Bank από τα 1,90 ευρώ στα 2 ευρώ. Η Alpha Bank είναι το top pick της Deutsche Bank, με δεδομένες τις χαμηλότερες αποτιμήσεις και τα υψηλότερα περιθώρια για βελτίωση.
Συνολικά, ο οίκος εκτιμά ότι οι καλές επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών θα συνεχιστούν, με τα έσοδα από τόκους πιθανότατα να κορυφώνουν το τρίτο τρίμηνο, λόγω του αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης. Στη συνέχεια αναμένεται να παραμείνουν στάσιμα, πριν να αρχίσουν να πέφτουν το 2024.
Όμως, το πέρασμα των επιτοκιακών αυξήσεων στις καταθέσεις είναι χαμηλότερο από ό,τι αναμενόταν και η αύξηση των δανείων αναμένεται να ξεπεράσει κατά πολύ εκείνη της υπόλοιπης Ευρώπης, παρέχοντας σημαντική στήριξη στις ελληνικές τράπεζες, προσθέτει η Deutsche Bank.
Επιπλέον, οι προβλέψεις για επισφάλειες αναμένεται να συνεχίσουν να μειώνονται, λόγω της βελτίωσης της ποιότητας ενεργητικού, οδηγώντας σε αποδόσεις παρόμοιες με εκείνες αντίστοιχων ευρωπαϊκών τραπεζών, παρότι τα επίπεδα των κεφαλαίων CET1 θα φτάσουν στο 14-17% έως το 2024.