Οι τιμές των εμπορευμάτων είναι πιθανό να καταγράψουν μια απότομη υποχώρηση που θα οδηγήσουν σε μια σημαντική αποκλιμάκωση τις τιμές, αλλά το δεύτερο εξάμηνο – μόλις η αρχική διόρθωση θα έχει ολοκληρωθεί – θα παραμείνουν υψηλά, επισημαίνει η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank.
Με αποδόσεις άνω του 550% κινούνται οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη και σχεδόν 80% στο πρώτο τρίμηνο, εξηγεί η γερμανική τράπεζα που σε ειδικό report για τα εμπορεύματα απεικονίζει το μέγεθος των αυξήσεων που βαρύνουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Ο άνθρακας, απόρροια των κινήσεων στις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου, κινείται με 85% άνοδο στο πρώτο τρίμηνο φέτος και 165% περίπου από πέρυσι! Το πετρέλαιο διαμορφώνεται υψηλοτέρα 40% στο πρώτο τρίμηνο και 70% μέσα σε δώδεκα μήνες.
O λιθάνθρακας (coking coal), διαμορφώνεται πάνω από 400% υψηλότερα μέσα σε δώδεκα μήνες και σχεδόν 75% υψηλότερα το πρώτο τρίμηνο. Σχεδόν όλα τα βασικά μέταλλα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή είναι όλα υψηλότερα το τελευταίο δωδεκάμηνο με διψήφια ποσοστά ανόδου.
Οι αγορές εμπορευμάτων βιώνουν ένα άνευ προηγουμένου σοκ προσφοράς από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, δεδομένης της σημασίας των δύο χωρών για την προμήθεια ενέργειας, μετάλλων και των σιτηρών, και έρχονται να προστεθούν στις συνεχιζόμενες διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού από την έναρξη της Covid το 2020, εξηγεί η Deutsche Bank.
Το κεντρικό σενάριο της DB προβλέπει μια σχετικά σύντομη πολεμική σύγκρουση, βραδύτερη παγκόσμια ανάπτυξη αλλά όχι ύφεση και ανάκαμψη στα επίπεδα ζήτησης των βασικών εμπορευμάτων από την Κίνα το δεύτερο εξάμηνο του 2022.
«Δεδομένων των σημαντικών αβεβαιοτήτων και των μακροοικονομικών κινδύνων, παρουσιάζουμε διαφορετικά σενάρια για τις τιμές», επισημαίνει η γερμανική τράπεζα.
Σημειώνει επίσης πως οι εμπορικές ροές έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις άμεσες διαταραχές. Οι ευρωπαίοι οικονομολόγοι της τράπεζας θεωρούν ότι οι σημερινές τιμές ενέργειας συνάδουν με ένα μέτριο οικονομικό σοκ, στασιμότητα το πρώτο εξάμηνο που θα ακολουθηθεί από ανάκαμψη το δεύτερο.
Ωστόσο, οι ανησυχίες για την ύφεση ήταν αυξανόμενες και πριν από την έναρξη του πολέμου λόγω της αύξησης του πληθωρισμού και της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.