Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να επηρεάζει δυσμενώς τον πλανήτη, το κόστος των τροφίμων έχει ανέβει κατακόρυφα. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι Κίεβο και Μόσχα παράγουν από κοινού το ½ του παγκόσμιου αποθέματος ηλιέλαιου, το ¼ του παγκόσμιου αποθέματος σιταριού και σχεδόν το 1/5 του παγκόσμιου αποθέματος καλαμποκιού.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, υπάρχει μια χώρα της Ασίας, η οποία προσπαθεί να αναπληρώσει το εν λόγω κενό και να δώσει λύση στο επείγον ζήτημα των ανατιμήσεων (σε υψηλό 30 ετών ο παγκόσμιος δείκτης τροφίμων), το οποίο προκαλείται από τη μειωμένη παραγωγή στα δύο εμπόλεμα κράτη.
Ο λόγος για την πολυπληθή Ινδία, η οποία ισχυρίζεται ότι έχει αρκετά τρόφιμα αφενός για να ταΐσει τον εγχώριο πληθυσμό (1,4 δισ. άνθρωποι), αφετέρου για να εξάγει και στο εξωτερικό. Αρκεί βέβαια, να το επιτρέψει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), όπως σημειώνει με νόημα ο Ινδός πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι.
Η παραγωγή της Ινδίας
Η Ινδία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός ρυζιού και σιτηρών στον κόσμο. Έως τις αρχές Απριλίου, διέθετε αποθέματα 74 εκατ. τόνων. Εξ αυτών, 21 εκατ. τόνοι αφορούσαν τα στρατηγικά αποθέματα της χώρας αλλά και το δημόσιο σύστημα διανομής, μέσω του οποίου 700 εκατ. φτωχοί Ινδοί έχουν πρόσβαση σε τρόφιμα.
Η χώρα της Ασίας αποτελεί, επίσης, έναν από τον φθηνότερο προμηθευτή παγκοσμίως. Γι’ αυτό τον λόγο εξάγει ρύζι σε 150 χώρες και σιτάρι σε ακόμη 68. Μόνο την περίοδο 2020 – 2021, οι εξαγωγές σιταριού έφθασαν τα 7 εκατ. τόνους.
Σύμφωνα με τον Ashok Gulati, καθηγητή του Ινδικού Συμβουλίου Έρευνας, η ινδικές εξαγωγές θα μπορούσαν να φθάσουν τα 22 εκατ. τόνους ρυζιού και τα 16 εκατ. τόνους σιτηρών για το τρέχον δημοσιονομικό έτος. «Εάν ο ΠΟΕ επιτρέψει την αύξηση των εξαγωγή, αυτό θα συνδράμει στη μείωση των διεθνών τιμών» επισημαίνει ο αναλυτής.
Οι δεύτερες σκέψεις
Βέβαια, υπάρχουν και ορισμένες επιφυλάξεις.
Η Ινδία βρίσκεται ήδη στη νέα περίοδο θερισμού, με τη φετινή σοδειά να αναμένεται σε 111 εκατ. τόνους, εμφανίζοντας άνοδο για 6η διαδοχική χρονιά. Αλλά ο Damodaran δεν πείθεται εύκολα. Πιστεύει ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι αισθητά χαμηλότερο, λόγω των ελλείψεων σε λιπάσματα και τις «ανωμαλίες» του καιρού (υπερβολικές βροχές και πρόωρη ζέστη).
Ακόμη ένα ερώτημα προκύπτει από τα λιπάσματα, βασικό συστατικό της αγροτικής παραγωγής. Τα αποθέματα της Ινδίας έχουν υποχωρήσει μετά το ξέσπασμα του πολέμου. Με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία να παράγουν το 40% των παγκόσμιων ποσοτήτων ποτάσας (βασικό λίπασμα), οι τιμές έχουν ήδη πάρει την ανιούσα.
Επίσης, αν ο πόλεμος συνεχιστεί επί μακρόν, η Ινδία είναι πιθανό να αντιμετωπίσει προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες. «Η εξαγωγή μεγάλων όγκων δημητριακών προϋποθέτει τεράστιες υποδομές. Ζήτημα ανακύπτει και με το υψηλό μεταφορικό κόστος» επισημαίνει ο Aratchilage.
Τέλος, στην κορυφή των προβληματισμών φιγουράρει ο εγχώριος πληθωρισμός, με τις τιμές των τροφίμων να σκαρφαλώνουν τον Μάρτιο στο 7,68%, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 16 μηνών. Τι θα γίνει αν μειωθούν τα κρατικά αποθέματα, προκειμένου τα προϊόντα να εξαχθούν στο εξωτερικό;