Τα ελληνικά ομόλογα είναι αυτά που πρέπει να παρακολουθούν οι επενδυτές, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιταχύνει την οπισθοχώρησή της από την πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική, σύμφωνα με την Deutsche Bank. Παρόλα αυτά, και παρά την αύξηση του κόστους δανεισμού, η JP Morgan επιμένει στις long θέσεις της στα ελληνικά 10ετή ομόλογα.
Το sell-off των ομολόγων της Ευρωζώνης συνεχίστηκε για τρίτη ημέρα, μετά την επιθετική στροφή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τη συνεδρίαση της περασμένης εβδομάδας, η οποία οδηγεί τους επενδυτές να επανατιμολογήσουν τον κίνδυνο στα χαρτοφυλάκιά τους, καθώς αξιολογούν εκ νέου τη στάση της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη και το χρονοδιάγραμμα των αυξήσεων των επιτοκίων.
Η χθεσινή αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων είναι, σύμφωνα με τους αναλυτές της Deutsche Bank, μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στις αγορές, καθώς η απόδοση του 10ετούς έφτασε να αυξάνεται έως και κατά 25,5 μονάδες βάσης, στα υψηλά της ημέρας. Η αποκλιμάκωση που ακολούθησε ήταν μικρότερη από ό,τι σημειώθηκε στα ομόλογα άλλων χωρών της περιφέρειας, με αποτέλεσμα η απόδοση του 10ετούς να κλείσει μόνο 6,1 μονάδες βάσης χαμηλότερα από το υψηλό της ημέρας, στο 2,45% (με άνοδο 22 μονάδων βάσης).
Οι αναλυτές της Deutsche Bank θυμίζουν ότι στα χαμηλά των μέσων του 2021, οι αποδόσεις της ελληνικής 10ετίας είχαν πλησιάσει το 0,5%.
«(Το ελληνικό ομόλογο) είναι ένα που πρέπει να παρακολουθείτε καθώς η ΕΚΤ επιταχύνει την οπισθοχώρησή της», τονίζουν οι αναλυτές, αφότου το παγκόσμιο sell off της περασμένης εβδομάδας έδειξε να συνεχίζεται και αυτήν, με τις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων τίτλων να αγγίζουν νέα υψηλά.
Οι ισχυρότερες πιέσεις στα ελληνικά ομόλογα εξηγούνται, σύμφωνα με τους αναλυτές, από το μέγεθος της ελληνικής αγοράς, καθώς και το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει υψηλό χρέος και βρίσκεται εκτός επενδυτικής βαθμίδας, γεγονός που σημαίνει ότι η προσεκτική δημοσιονομική πολιτική είναι πιο σημαντική από ποτέ.
«Παγώνουν» τα σχέδια για νέα έξοδο στις αγορές;
Η κατακόρυφη πτώση των τιμών των ομολόγων και η άνοδος των αποδόσεων αλλάζουν τα σχέδια του ΟΔΔΗΧ αναφορικά με την επόμενη έξοδο της Ελλάδας για δανεισμό στις διεθνείς αγορές, αφού το κόστος δανεισμού εκτοξεύεται. Υπενθυμίζεται ότι στόχος του Οργανισμού ήταν η άντληση συνολικά 12 δισ. ευρώ ως το τέλος του έτους. Μέχρι στιγμής, το ελληνικό Δημόσιο έχει δανειστεί 3 δισ., μέσω της έκδοσης 10ετούς τον Ιανουάριο με επιτόκιο στο 1,8%, άρα υπολείπονται άλλα 9 δισ. Το γεγονός, ωστόσο, ότι τα ταμειακά διαθέσιμα ξεπερνούν αυτή τη στιγμή τα 30 δισ. επιτρέπουν στον ΟΔΔΗΧ να τηρεί στάση αναμονής για να δει τις εξελίξεις πριν επιχειρήσει μια νέα έξοδο.
Χθες, η Scope Ratings δεν προχώρησε σε αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, καθώς, όπως σημείωσε ο οίκος, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας αμφισβητούνται από ένα πολύ υψηλό απόθεμα δημόσιου χρέους, τις ευπάθειες του τραπεζικού τομέα που συνδέονται με τα ακόμη υψηλά αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών και τέλος, διαρθρωτικές αδυναμίες όπως υψηλή ανεργία, περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας και αδύναμο εξωτερικό τομέα.
Ωστόσο, ο επικεφαλής αναλυτής Ευρώπης της S&P Global, Φρανκ Γκιλ, δήλωσε την ίδια ημέρα στο Reuters ότι, Ιταλία και Ελλάδα εξακολουθούν να έχουν «προστατευτικά αναχώματα ασφαλείας» για προστατευτούν από το αυξανόμενο κόστος δανεισμού, ενώ επισήμανε ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα να αναβαθμιστεί σύντομα η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Όπως είπε χαρακτηριστικά, η πιθανότητα αναβάθμισης της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας τον Απρίλιο φαίνεται «αρκετά λογική».
Κόντρα στην αύξηση των αποδόσεων, η JP Morgan διατηρεί τις long θέσεις της στα ελληνικά ομόλογα έναντι των υπόλοιπων της περιφέρειας.
«Παρά τις αρνητικές μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τα spreads της περιφέρειας, δεν θεωρούμε ότι είναι ελκυστικό από πλευράς ρίσκου/ανταμοιβής να ποντάρει κανείς στη διεύρυνση των spreads βραχυπρόθεσμα, καθώς περιμένουμε ότι η αγορά θα διευρύνει τα spreads ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά την ίδια στιγμή, η ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσει ενεργά τις αγορές του προγράμματος PEPP με ευέλικτο τρόπο έως τον Μάρτιο του 2022 για να αντιμετωπίσει τις όποιες απότομες κινήσεις διεύρυνσης, όπως ρητά ανέφερε η πρόεδρος Λαγκάρντ στην τελευταία συνέντευξη τύπου της», εξηγούν οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου.