Πρόσφατη ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) καταρρίπτει τον διαδεδομένο μύθο ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αμείβονται καλύτερα από τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Συγκεκριμένα, όταν συγκρίνονται πανομοιότυποι εργαζόμενοι—δηλαδή άτομα με ίδιο μορφωτικό επίπεδο, εμπειρία και ηλικία—διαπιστώνεται ότι οι αμοιβές στον δημόσιο τομέα είναι σημαντικά χαμηλότερες.
Κύρια ευρήματα της ανάλυσης:
-
Ωριαίες αποδοχές: Σύμφωνα με τη μεθοδολογία Mincer (1974), το καθαρό ωρομίσθιο στον δημόσιο τομέα είναι κατά 14,6% χαμηλότερο σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα. Με τη μεθοδολογία Oaxaca-Blinder (1973), η διαφορά ανέρχεται στο 13,3%.
-
Μηνιαίες αποδοχές: Η υστέρηση στις καθαρές μηνιαίες αποδοχές κυμαίνεται μεταξύ 15,8% και 18,6%, ανάλογα με τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται.
Η ανάλυση έλαβε υπόψη ότι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν 14 μισθούς ετησίως (συμπεριλαμβανομένων των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας), ενώ στο Δημόσιο οι επιπλέον μισθοί έχουν καταργηθεί.
Επιπλέον, το μισθολογικό χάσμα υπέρ του ιδιωτικού τομέα διευρύνθηκε μεταξύ 2022 και 2023, κυρίως λόγω της αύξησης των κατώτατων μισθών στον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι αμοιβές στο Δημόσιο παρέμειναν στάσιμες.
Συνολικά, η μελέτη του ΚΕΠΕ δείχνει ότι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα δεν απολαμβάνουν μισθολογικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Αντίθετα, το βασικό πλεονέκτημα του Δημοσίου παραμένει η εργασιακή ασφάλεια λόγω της μονιμότητας.