Σύμφωνα με τα –επικαιροποιημένα μέχρι τον Φεβρουάριο του 2022– στοιχεία του Μητρώου Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου (apografi.gov.gr), το μόνιμο προσωπικό –εκτός νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ)– αποτελείται από 565.418 εργαζομένους, ενώ καταγράφονται 144.512 συμβασιούχοι κάθε μορφής (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, συμβάσεις έργου, ωρομίσθιοι – μισθοδοτούμενοι από τον κρατικό προϋπολογισμό, έως μέσω ΕΣΠΑ). Σε ένα σύνολο, δηλαδή, 709.930 υπαλλήλων σε υπουργεία και ΟΤΑ, ένας στους πέντε είναι εργαζόμενος με ελαστική σχέση.
Αν στους παραπάνω προστεθούν και οι 46.453 εργαζόμενοι που καταγράφονται ως έκτακτο και λοιπό προσωπικό Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ), η αναλογία αυτή ανεβαίνει στο 1/4. Περαιτέρω, όπως τονίζει ο Γ. Πετρόπουλος, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ, αν από το σύνολο του τακτικού προσωπικού αφαιρεθούν οι δεκάδες χιλιάδες ένστολοι (π.χ. αστυνομικοί ή στρατιωτικοί τους οποίους η «Απογραφή» ενσωματώνει στο προσωπικό των υπουργείων Προστασίας του Πολίτη και Εθνικής Αμυνας), τότε καταλήγουμε ότι είναι συμβασιούχος ένας στους τρεις που εργάζεται ως πολιτικό προσωπικό στο Δημόσιο.
Τριπλασιασμός
Οι εργαζόμενοι με ελαστικές μορφές εργασίας στο Δημόσιο έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί τα τελευταία 10 χρόνια. Βάσει της «Απογραφής», τον Φεβρουάριο του 2013 καταγράφονταν 56.002 συμβασιούχοι (ορισμένου χρόνου έως ωρομίσθιοι) ενώ οι μόνιμοι υπάλληλοι ήταν 624.453. Εν ολίγοις, τη στιγμή που το μόνιμο προσωπικό μειώνεται (κατά περίπου 60.000 μεταξύ 2013-2022) και ο ελληνικός δημόσιος τομέας είναι κατά κοινή ομολογία υποστελεχωμένος –ακόμα και σε κρίσιμους τομείς όπως Υγεία, Παιδεία, Κοινωνική Ασφάλιση– το κράτος επιλέγει να καλύψει κρίσιμα κενά σε πάγιες θέσεις με επισφαλώς εργαζομένους, εξαναγκασμένους να μετρούν κάθε μέρα «αντίστροφα» μέχρι τη στιγμή που θα ξαναβρεθούν άνεργοι.
«Αυτό που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι μια ραγδαία διείσδυση των επισφαλών μορφών εργασίας στο Δημόσιο, είτε είναι πλήρους απασχόλησης με σύμβαση ορισμένου χρόνου, είτε άλλες μορφές, π.χ. με ωρομίσθιο. Βλέπουμε, ουσιαστικά, ότι η μονιμότητα βάλλεται εκ των έσω και με έναν πλάγιο τρόπο. Παράλληλα, δημιουργούνται ανασφάλεια, ανησυχία, αλλά και χαμηλότερες αμοιβές για το προσωπικό αυτό. Αυτή είναι μία από τις μεθόδους που έχει επιλέξει η πολιτική ηγεσία για να κρατήσει το κόστος του Δημοσίου χαμηλά, από τη στιγμή που δεν μπορεί να μειώσει κι άλλο τις αμοιβές», τονίζει ο Γ. Γιούλος, πρόεδρος του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ.
Η αύξηση της αναλογίας των συμβασιούχων σε βάρος του μόνιμου προσωπικού καταγράφεται και στην Εκθεση Πεπραγμένων του ΑΣΕΠ για το 2020 (δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2021). Σύμφωνα με αυτήν, στο διάστημα μεταξύ 31/12/2013 και 31/12/2020, ο αριθμός των συμβασιούχων αυξήθηκε κατά 124% (από 56.855 σε 127.176), ενώ ο αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων μειώθηκε κατά 5% (από 599.207 σε 569.009).
Το ΑΣΕΠ επιβεβαιώνει με την έκθεσή του ότι οι συμβασιούχοι έρχονται να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, χαρακτηρίζει όμως την αύξησή τους ως μια αρνητική εξέλιξη υπό τη δική του οπτική (της Ανεξάρτητης Αρχής που εποπτεύει τα κριτήρια προσλήψεων), έως και την οπτική του δημόσιου τομέα-εργοδότη: «[η αύξηση των συμβασιούχων] ενδεχομένως οδηγεί μεσοπρόθεσμα στη μονιμοποίηση υπαλλήλων που στην πραγματικότητα έχουν επιλεγεί με τα κριτήρια που ισχύουν για τους υπαλλήλους ορισμένου χρόνου και όχι με αυτά που ισχύουν για τους τακτικούς υπαλλήλους», αναφέρει στην έκθεσή του.