Κάτι η πανδημία, κάτι η γεωπολιτική κρίση, κάτι η φοροδιαφυγή και κάτι οι ψηφιακές τεχνολογίες, η Kυβέρνηση έχει πλέον πεδίον δόξης λαμπρόν μπροστά της, για να θεμελιώσει έναν νέου τύπου κρατισμό. Έναν κρατισμό που χωρίς καμμιά αμφιβολία θα οδηγήσει και σε νέου τύπου πελατειακές σχέσεις. Για παράδειγμα, η παρατηρούμενη ψηφιοποιίηση του κράτους, ενώ απαλλάσσει τον πολίτη από κάποιες χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, την ίδια στιγμή τον ενσωματώνει όλο και περισσότερο στον κρατικό έλεγχο.
Γράφει ο Αθανάσιος Παπανδρόπουλος
Από την άλλη πλευρά ορισμένες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης διέπονται περισσότερο από κριτήρια πελατειακής λογικής παρά από φροντίδα αποτελεσματικής διαχείρισης της οικονομίας σε βάθος χρόνου
Για παράδειγμα, η χώρα σήμερα, έχει την ευκαιρία να μειώσει το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Και αυτό γιατί όλες οι προβλέψεις, εκτιμούν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ θα είναι υψηλότερος από το κόστος δανεισμού. Με άλλα λόγια, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα καλύπτουν τις δαπάνες για τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους, συν τα όποια έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις κλπ.
Όμως, ακόμη και στο καλύτερο σενάριο μείωσης, το δημόσιο χρέος θα παραμείνει αρκετά υψηλό ως προς το ΑΕΠ το 2028 με 2030, σε πάνω από το 130%. Όλοι γνωρίζουν ότι το χρέος με τους ευνοϊκούς όρους δανεισμού που βρίσκεται σήμερα στα χέρια του ESM-EFSF και τα εναπομείναντα διμερή δάνεια με τις χώρες της E.E., θα αντικαθίστανται σταδιακά με χρέος από την αγορά. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα γίνεται σταδιακά ολοένα και πιο εκτεθειμένη στα επιτόκια και γενικότερα τις συνθήκες των αγορών.
Όλοι γνωρίζουν όμως, ότι σε αυτές τις τελευταίες περισσεύει η αβεβαιότητα, καθώς το παγκόσμιο χρέος, οδεύει προς επίπεδα ρεκόρ. Όπως έχουμε ήδη γράψει, πλησιάζει το επίπεδο των 350 τρισεκατομμυρίων δολλαρίων και άρα είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, που αποτυπώνεται στον καλπασμό της διεθνούς τιμή του χρυσού, η Ελλάδα έχει ισχυρό κίνητρο να μειώσει εμπροσθοβαρώς το δημόσιο χρέος, το οποίο αποτελεί βαρίδι για τις επόμενες γενιές. Καθώς οδηγεί σε δέσμευση πόρων για την εξυπηρέτησή του, περιορίζοντας τη μελλοντική κατανάλωση, με τις ανάλογες συνέπειες στην συνολική οικονομική δραστηριότητα.
Άνθρωποι της αγοράς έτσι, αναρωτιούνται ποια έννοια έχει η ανακοίνωση της ίδρυσης Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου, στο πλαίσιο του Υπερταμείου.
Τα πρώτα κεφάλαια θα προέλθουν από το 50% των κεφαλαίων που θα δώσει το κράτος για την απόκτηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ. Το άλλο 50% θα κατευθυνθεί στη μείωση του χρέους, σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομίας κ.Κωστή Χατζηδάκη. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα προβλέπει να έχει πλεονάσματα και θέλει να τα επενδύσει. Εντός ή εκτός Ελλάδας, αυτό δεν μας είναι γνωστό. Το ερώτημά μας έγκειται στο γιατί δημιουργείται μια νέα κρατική οντότητα, όταν λεφτά που περισσεύουν μπορούν να μειώσουν ένα υψηλό χρέος;
Μήπως πίσω από την ίδρυση αυτού του Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου υπάρχουν άλλες δεύτερες σκέψεις που μας είναι προσώρας άγνωστες; Μήπως αντί για Εθνικά Επενδυτικά Ταμεία η Ελλάδα θα έπρεπε επίσης να επενδύσει γενναία στην παραπαίουσα, κατά τη διεθνή Έκθεση ΡISA παιδεία της, που πάει από το κακό στο χειρότερο; Πριν τις αποδόσεις κεφαλαίων, μήπως χρειαζόμαστε καλά μυαλά που αυτά να αποδίδουν;