Η πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι σαφώς καλύτερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της ΕΕ για το 2023 και αναμένεται συνέχιση της ανάπτυξης και για το 2024. Ωστόσο, απαιτείται δημοσιονομική επαγρύπνηση για τα επόμενα έτη, επισημαίνει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην Εαρινή Εκθεσή του για την ελληνική οικονομία. Η επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων εφεξής, η οποία περιγράφεται στο νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, είναι αναγκαία τόσο λόγω της γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας διεθνώς, όσο και λόγω των υποχρεώσεων της χώρας μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για τη σταδιακή αποπληρωμή των δανείων των Μνημονίων ειδικά από το 2026 και μετά.
Αναφορικά με τις μακροοικονομικές προβλέψεις για το 2024 – οι οποίες υπόκεινται σε αβεβαιότητες με τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις να αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου τόσο για την ανάπτυξη, όσο και για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη – η επιτυχής υλοποίηση της πρόβλεψης του Προγράμματος Σταθερότητας 2024 για αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 2,5% είναι κομβικής σημασίας και προϋποθέτει την πλήρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Όπως αναφέρει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να μεγεθύνεται με ελαφρώς υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με το 2023. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει εκτίμηση για περιορισμό της αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης και σημαντική βελτίωση του ακαθάριστου
ρυθμού παγίου κεφαλαίου. Επιπλέον, η συνέχιση της υλοποίησης του ΤΑΑ σε συνδυασμό με τους χαμηλούς ρυθμούς πληθωρισμού θα επηρεάσουν θετικά την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ο τουριστικός τομέας προβλέπεται να διατηρήσει την αναπτυξιακή του πορεία.
Οι περισσότεροι διεθνείς και εγχώριοι φορείς προβλέπουν για την ελληνική οικονομία μεγέθυνση πέριξ του 2,3% για το 2024 (Διάγραμμα 5). Η απορρόφηση των πόρων από το ΤΑΑ θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Ειδικότερα, το ΕΔΣ προβλέπει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα είναι 2,3%, ελαφρώς πιο συντηρητική δηλαδή από την πρόβλεψη του ΥΠΕΘΟ (2,5%). Ελαφρώς πιο συντηρητικές εκτιμήσεις από το ΥΠΕΘΟ παρουσιάζει η ΤτΕ εκτιμώντας ότι η μεγέθυνση θα είναι 2,3%. Αναφορικά με τους διεθνείς οργανισμούς, οι πιο πρόσφατες προβλέψεις (Μάιος 2024) του ΟΟΣΑ προβλέπουν μεγέθυνση της τάξης του 2,0%, ενώ οι εκτιμήσεις του Μαΐου της ΕΤΑκΑ, καθώς
και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προβλέπουν μεγέθυνση 2,3%. Λιγότερο αισιόδοξο το ΔΝΤ εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα έχει μεγέθυνση 2,0% κατά το 2024.
Στο δημοσιονομικό πεδίο το 2023, ο Προϋπολογισμός 2024 κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,9% ΑΕΠ, επίδοση βελτιωμένη τόσο σε σχέση με πέρυσι, όσο και με τον στόχο που είχε τεθεί τον Νοέμβριο στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του κράτους (0,7% ΑΕΠ). Για το 2024 η εκτέλεση του προϋπολογισμού κατά το α΄ τρίμηνο κινείται εντός στόχων με το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης να ξεπερνάει το 0,8% του ΑΕΠ σε ταμειακή βάση.
Το 2023 ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ κατέγραψε περαιτέρω μείωση κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώθηκε στο 161,9%. Την περίοδο 2021-2023, η σωρευτική μείωση του δημοσίου χρέος ως ποσοστό στο ΑΕΠ υπολογίζεται στις 44 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, χάρη στον θετικό ρυθμό μεγέθυνσης και στον υψηλό πληθωρισμό που έχει μειώσει την πραγματική αξία του συσσωρευμένου δημοσίου χρέους. Θετική ήταν η συμβολή του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023, καθώς και οι ευνοϊκοί όροι αποπληρωμής, αλλά απαραίτητη είναι η συνέχιση των πρωτογενών πλεονασμάτων και η ταχεία μείωση του χρέους, καθώς σταδιακά θα αναχρηματοδοτείται με δανεισμό σε όρους αγοράς.
Τέλος, αναφορικά με τους δημοσιονομικούς στόχους του 2024 στο Ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται περαιτέρω μείωση του ελλείμματος, το οποίο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 1,1% του ΑΕΠ και αντίστοιχη βελτίωση στο πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 2,1% του ΑΕΠ.
Οι συνιστώσες του ΑΕΠ και ο πληθωρισμός
Όσον αφορά στις συνιστώσες του ΑΕΠ για το 2024 το ΥΠΕΘΟ, εκτιμά ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 1,6% σε ετήσια βάση, εκτίμηση που μπορεί να υποστηριχθεί, μεταξύ άλλων, την αύξηση των τακτικών αποδοχών και από τις επενδύσεις σε κατασκευές και κατοικίες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ελαφρώς πιο αισιόδοξη και εκτιμά πως η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 1,7% το 2024.
Η δημόσια κατανάλωση εκτιμάται να παρουσιάσει μικρή αύξηση κατά 0,7% το 2024, λόγω της συγκράτησης των κρατικών δαπανών επειδή η ενεργειακή κρίση φαίνεται να έχει εκτονωθεί, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινείται περίπου στα ίδια επίπεδα (0,4% για το 2024).
Ο ΑΣΠΚ, σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ αναμένεται να παρουσιάσει αύξηση κατά 9,1%, κυρίως λόγω της αξιοποίησης του ΤΑΑ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πιο συγκρατημένη αναφορικά με τη μεταβολή της αξίας των ιδιωτικών επενδύσεων με εκτίμηση για αύξηση της τάξεως του 6,7%.
Επίσης, το ΥΠΕΘΟ εκτιμά ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν λιγότερο σε σχέση με τις εισαγωγές (3,7% και 3,5% αντίστοιχα) για το 2024. Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις εξαγωγές και εισαγωγές το 2024 είναι ελαφρώς πιο απαισιόδοξες με τις εξαγωγές να μην αυξάνονται καθόλου (3,7%), ενώ οι εισαγωγές αυξάνονται αρκετά (3,8%).
Περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού αναμένεται για το τρέχον και το επόμενο έτος.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ελληνικό ΠΣ που υποβλήθηκε τον Απρίλιο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ετήσιος πληθωρισμός για το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,6%, ενώ για το 2025 προβλέπεται περαιτέρω αποκλιμάκωση στο 2,0%. Σε αντίστοιχα επίπεδα κυμαίνονται και οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, ήτοι μεταξύ 2,7% και 3% για το 2024, και μεταξύ 2,1% και 2,3% για το 2025.
Οι ευνοϊκές διαφορές του πληθωρισμού της Ελλάδος σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης έχουν επιδράσει θετικά στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία, ενισχύοντας το μερίδιο των εξαγωγών της.
Σε επίπεδο ευρωζώνης, βάσει των εαρινών μακροοικονομικών προβλέψεων της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός αναμένεται να περιοριστεί σε 2,3% το 2024, και σε 2,0% το 2025, ανοίγοντας το δρόμο για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ.