Σημαντική βελτίωση των οικονομικών προοπτικών της Ελλάδας και μείωση του χρέους κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα διαπιστώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έπειτα από την ολοκλήρωση της επίσκεψης του κλιμακίου του στην Αθήνα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του οργανισμού, το ΑΕΠ αναμένεται να εμφανίσει ισχυρή ανάπτυξη 2,5% φέτος και 2% το 2024, πριν να μετριαστεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (γύρω στο 1,25%).
Ωστόσο, το Ταμείο εντοπίζει προκλήσεις στην αύξηση των επιτοκίων, τον υψηλό πληθωρισμό και την αύξηση των τιμών των ακινήτων. Και τονίζει ότι οι δαπάνες θα πρέπει να κατευθύνονται στις επενδύσεις (ψηφιακή και πράσινη μετάβαση) και όχι σε αυξήσεις μισθών και συντάξεων.
Παράλληλα, το ΔΝΤ τονίζει ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης επιβαρύνονται από τις διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και το ακόμη χαμηλό επίπεδο επενδύσεων, καθώς και εξαιτίας των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.
«Η επίτευξη υψηλότερης και πιο πράσινης ανάπτυξης και η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας με παράλληλη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας απαιτεί το σωστό μείγμα πολιτικών με στόχο τη συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης με τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων υπέρ της ανάπτυξης», σημειώνει το ΔΝΤ.
Ειδικότερα, το ΔΝΤ διαπιστώνει ότι η πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχει βελτιώσει τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα, με αποτέλεσμα η δυνητική ανάπτυξη να γίνει θετική το 2022, για πρώτη φορά από την κρίση χρέους.
Παράλληλα, η έκθεση σημειώνει ότι και το τραπεζικό σύστημα έχει παραμείνει ανθεκτικό, με τη στήριξη των αρχών και την ενίσχυση των ισολογισμών.
Ενώ οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη χαρακτηρίζονται ισορροπημένοι, ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει υψηλός, λόγω των σοκ που σχετίζονται με ακραία καιρικά φαινόμενα καθώς και εξαιτίας των πιέσεων που προκύπτουν από τις πρόσφατες και τις αναμενόμενες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις.
Το Ταμείο τονίζει ότι η φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, υποστηρίζοντας παράλληλα την ανάπτυξη. Εν μέσω ισχυρής αύξησης των εσόδων, η διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος περίπου 2% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα θα βελτιώσει περαιτέρω τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, παρέχοντας παράλληλα πρόσθετο χώρο για δημόσιες επενδύσεις και κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες, τονίζεται.
Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ σημειώνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να αντισταθεί στις πιέσεις για δαπάνες σε τομείς όπως οι μισθοί του δημοσίου τομέα και οι συντάξεις, που όπως σημειώνεται, είναι υψηλές για τα ελληνικά δεδομένα. Αντίθετα, θα πρέπει να στρέψει τις δαπάνες σε επενδύσεις, όπως στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Όμως, οι προσπάθειες για ένα ισχυρότερο κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας, όπως για παράδειγμα μέσω ενός ενιαίου portal για τα επιδόματα, κερδίζουν την έγκριση του Ταμείου.
Θετικό είναι το ΔΝΤ και για τις προσπάθειες ενίσχυσης των ψηφιακών συναλλαγών και την εκλογίκευση των φορολογικών κινήτρων.
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, το ΔΝΤ ζητά την παρακολούθηση και διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με την αύξηση των επιτοκίων. Οι τράπεζες πρέπει να εκμεταλλευτούν τα προσωρινά αυξημένα κέρδη για να χτίσουν κεφαλαιακά μαξιλάρια, τονίζεται, με το Ταμείο να ζητά επίσης να ληφθούν μέτρα για την προστασία των τραπεζών έναντι του πιθανού boom των ακινήτων.
Τέλος, το ΔΝΤ ζητά επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για τη στήριξη των επιχειρήσεων, την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και την ενίσχυση του συστήματος δικαιοσύνης.