Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιεί για τον κίνδυνο να αυξηθούν τα sell offs στις αγορές, καθώς οι κεντρικές τράπεζες προχωρούν σε σύσφιξη της νομισματικής τους πολιτικής στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό και αίρουν τα μέτρα που είχαν λάβει για την τόνωση της οικονομίας από το πλήγμα της πανδημίας.
Οι αναλυτές της αγοράς στο ξεκίνημα της χρονιάς ήταν αισιόδοξοι, προβλέποντας ότι η χαλάρωση των περιορισμών λόγω Covid-19 θα οδηγούσε σε οικονομική ώθηση και αυτή με τη σειρά της θα μεταφράζονταν σε ώθηση στις μετοχές. Ωστόσο, η προοπτική αυτή έχει ξεθωριάσει καθώς η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επιφέρει περαιτέρω διαταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα και αυξήσεις στην ενέργεια.
Ο διευθυντής νομισματικών και κεφαλαιαγορών του ΔΝΤ, Tobias Adrian δήλωσε στο CNBC σήμερα Τρίτη ότι «Σίγουρα υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω sell offs».
«Ο στόχος της νομισματικής σύσφιξης είναι η αυστηροποίηση των χρηματοοικονομικών συνθηκών για την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και δεν θα εκπλαγώ αν βλέπαμε μια ορισμένη αναπροσαρμογή των αποτιμήσεων περιουσιακών στοιχείων στο μέλλον και αυτό θα μπορούσε να συμβεί στις αγορές μετοχών καθώς και στις εταιρικές αγορές ομολόγων και κρατικές αγορές», πρόσθεσε.
Η προειδοποίηση του Ταμείου έρχεται σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας για αρκετές κεντρικές τράπεζες.
Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια άλλες έξι φορές το 2022, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) επιβεβαίωσε την περασμένη εβδομάδα ότι τερματίζει το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της το τρίτο τρίμηνο.
«Έχει αυξηθεί ο κίνδυνος ο πληθωρισμός να απομακρυνθεί περαιτέρω από τους στόχους της κεντρικής τράπεζας, προκαλώντας την επιθετικότερη απάντηση της Fed», ανέφερε το ΔΝΤ την στην τελευταία έκθεσή του για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές.
Επιπλέον, το ΔΝΤ εκτιμά ο υψηλός πληθωρισμός θα διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Ταμείου ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 7,7% φέτος στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο 5,3% στην ευρωζώνη.