Οι αναδυόμενες οικονομίες επωμίστηκαν το μεγαλύτερο βάρος από την ισχυροποίηση του αμερικανικού νομίσματος τις τελευταίες δύο δεκαετίες, επισημαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στη νέα έκθεση External Sector Report, που εστιάζει στις επιπτώσεις από την ενδυνάμωση που παρουσίασε κυρίως πέρυσι το δολάριο αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα του εδώ και είκοσι χρόνια.
Η έκθεση του ΔΝΤ σχολιάζει πως οι επιπτώσεις της ενίσχυσης του δολαρίου επιβάρυναν άνισα τις αναπτυσσόμενες αγορές ακόμη και σε σχέση με τις μικρότερες αναπτυγμένες οικονομίες, λόγω της μεγαλύτερης ευελιξίας στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υποστούν σημαντικές εκροές κεφαλαίων και να επιβαρυνθούν με υψηλότερες τιμές στις εισαγωγές και πιο «σφιχτές» χρηματοπιστωτικές συνθήκες.
Ενδεικτικά υπολογίζεται πως για κάθε 10% ανατίμησης του δολαρίου, οι αναδυόμενες οικονομίες αντιμετώπισαν μια καθίζηση του ΑΕΠ της τάξεως του 1,9% σε χρονικό φάσμα ενός έτους, με τις επιπτώσεις να είναι ορατές για μια χρονική διάρκεια 2,5 ετών.
Συγκριτικά οι αρνητικές επιπτώσεις για τις προηγμένες οικονομίες έχουν πολύ μικρότερο εύρος και διάρκεια, με μια αντίστοιχη ενίσχυση του δολαρίου να επηρεάζει το ΑΕΠ σε ποσοστό 0,6% μετά από ένα τρίμηνο και οι συνολικές επιπτώσεις να μην είναι ορατές πέραν της μίας χρονιάς.
Σημειωτέον πως η ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος μέσα στο 2022 κινήθηκε μεταξύ του 3,5% και 14,6% με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται περίπου στο 9%, που ήταν και το υψηλότερο επίπεδο του εδώ και δύο δεκαετίες, με φόντο τις συνεχείς δυναμικές αυξήσεις των επιτοκίων από τη Federal Reserve, αλλά και την εκτίναξη των τιμών των commodities λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
«Οι αναδυόμενες αγορές και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες με προϋπάρχοντα ευάλωτα σημεία όπως ο υψηλός πληθωρισμός και οι κακώς ευθυγραμμισμένες εξωτερικές θέσεις δέχτηκαν πολύ μεγαλύτερες πιέσεις υποτίμησης, ενώ οι εξαγωγικές οικονομίες εμπορευμάτων (commodities) επωφελήθηκαν από την άνοδο των τιμών» ανέφερε, μεταξύ άλλων, η έκθεση.
Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι επιδράσεις από το ισχυρό δολάριο επεκτάθηκαν μέσω των εμπορικών και χρηματοπιστωτικών διαδρόμων. Έτσι, ο πραγματικός τζίρος του εμπορίου τους υποχώρησε πολύ πιο δραστικά, με τις εισαγωγές να πέφτουν με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τις εξαγωγές.
Έτερες αρνητικές επιπτώσεις έχουν να κάνουν με την επιδείνωση της διαθεσιμότητας σε πιστώσεις, την πτώση των εισροών κεφαλαίων, τη δημιουργία ενός πιο «σφιχτού» νομισματικού πλαισίου και βέβαια πολύ μεγαλύτερη πτώση των χρηματιστηριακών αγορών τους.
Οι προηγμένες οικονομίες έχοντας πιο ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν σε καλύτερη θέση να απορροφήσουν κάποιες από τις αρνητικές επιπτώσεις, ενώ βοήθησε και μια συσσωρευτική νομισματική πολιτική υπό την προϋπόθεση πως οι πληθωριστικές προσδοκίες ήταν πιο ισορροπημένες. Για τον ίδιο λόγο οι αναπτυσσόμενες οικονομίες που απολαμβάνουν πιο ισορροπημένων προσδοκιών για τον πληθωρισμό αλλά και πιο ευέλικτες ισοτιμίες, αντιμετωπίζουν τις πιέσεις πολύ καλύτερα.
Υπό τα δεδομένα αυτά το ΔΝΤ προτείνει στις αναδυόμενες οικονομίες να δεσμευτούν στη βελτίωση των δημοσιονομικών και νομισματικών τους πλαισίων, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού στην ανεξαρτησία της κεντρικής τους τράπεζας, ώστε να μπορούν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση πιο ισορροπημένων πληθωριστικών προσδοκιών.