Οι χώρες του πλανήτη ήρθαν αντιμέτωπες με ένα σημαντικό δημοσιονομικό κόστος προκειμένου να πολεμήσουν την ενεργειακή κρίση, με την Ευρώπη να αποτελεί ένα τρανταχτό παράδειγμα των επιπτώσεων. Διότι, το σοκ ήταν ιδιαίτερα σοβαρό λόγω της εξάρτησης των ευρωπαϊκών χωρών από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας παρέχει τώρα ανάσες στις κυβερνήσεις, όμως, η διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας, με παράλληλη επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης παραμένει πολιτική προτεραιότητα. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βάζει στο μικροσκόπιο τη μεγάλη μεταβλητότητα στις τιμές της ενέργειας, κατά τα τελευταία δύο χρόνια, γεγονός το οποίο οδήγησε τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να λάβουν μέτρα για την προστασία των νοικοκυριών.
Ο Διεθνής Ενεργειακός Οργανισμός εκτιμά ότι η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων το 2022 διπλασιάστηκε από το προηγούμενο έτος στο ιστορικό υψηλό του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Επιπλέον, οι χώρες δαπάνησαν πάνω από 0,5 τρισ. σε μέτρα για να βοηθήσουν τα νοικοκυριά (περισσότερα από τα δύο τρίτα αυτών στην Ευρώπη).
Σύμφωνα με το οικονομικό ινστιτούτο Bruegel, που εδρεύει στις Βρυξέλλες, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον Σεπτέμβριο του 2021 έως το τέλος του 2022, είχαν δεσμεύσει και διαθέσει περίπου 600 δισεκατομμύρια ευρώ σε μέτρα στήριξης, προκειμένου να προστατεύσουν τους καταναλωτές από το αυξανόμενο κόστος. Για την Ελλάδα το κόστος ξεπερνά τα 12,4 δισ. Ευρώ.
Η Ελλάδα μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, γνώρισε τη μεγαλύτερη επιβάρυνση στα οικιακά τιμολόγια ρεύματος με αυξήσεις που άγγιξαν το 120%
Η στήριξη, σύμφωνα με το ΔΝΤ, ξεπέρασε το 2% του ΑΕΠ το 2022 μόνο για ορισμένες χώρες (Βολιβία, Καμερούν, Εκουαδόρ, Ιράκ, Μαλαισία, Νιγηρία, Ουζμπεκιστάν). Πρόσφατα ανακοινώθηκαν μέτρα πολιτικής περιλαμβάνουν στοχευμένα μέτρα (Αργεντινή, Γεωργία, Ταϊλάνδη) και μη στοχευμένα μέτρα (Χιλή, Ισημερινός, Ιορδανία, Ομάν, Ισημερινός) για την άμβλυνση των τις επιπτώσεις των διεθνών τιμών στις εγχώριες τιμές (Διάγραμμα 1.18, πίνακας 1).
Οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας επηρέασαν δυσανάλογα
Ωστόσο, παρά τους φόβους για μεγάλη επιβάρυνση, οι οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών έχουν μέχρι στιγμής επιδείξει ανθεκτικότητα. Η κατανάλωση ενέργειας έχει μειωθεί. Για παράδειγμα, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε κατά μέσο όρο 7 % σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες το τέταρτο τρίμηνο του 2022 σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021. Οι λόγοι είναι οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας (οι οποίες παρέχουν κίνητρα για ενεργειακή εξοικονόμηση) και του ασυνήθιστα θερμού καιρού. Σημαντικές διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό, όπως οι διακοπές ρεύματος και τα δελτία κατανάλωσης, αποφεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Όμως, όπως τονίζει το Ταμείο, οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας επηρέασαν δυσανάλογα τους ενεργοβόρους τομείς και τις επιχειρήσεις με χαμηλή ενεργειακή απόδοση. Η μεταποιητική δραστηριότητα έχει επίσης επιβραδυνθεί σε σύγκριση με άλλους τομείς. Αλλά συνολικά, η οικονομική δραστηριότητα και οι αγορές εργασίας παρέμειναν ανθεκτικές.
Κάποιες κυβερνήσεις επωμίστηκαν ένα μεγάλο μέρος του δημοσιονομικού βάρους, όπως στην περίπτωση της Γαλλίας (διάγραμμα 1.18, πίνακας 2). Για τις ευρωπαϊκές χώρες, το κόστος αναμένεται να παραμείνει αυξημένο το 2022-23 κατά μέσο όρο στο 2-3% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το Ταμείο, το μέγεθος του ενεργειακού λογαριασμού αντανακλά όχι μόνο το ασυνήθιστα μεγάλο σοκ αλλά και την εφαρμογή ευρείας κλίμακας και μη στοχευμένων μέτρων (για παράδειγμα, παρέμβαση στη χονδρική ή λιανικές αγορές ενέργειας και μειώσεις των τιμών για τους τελικούς χρήστες μέσω φόρων προστιθέμενης αξίας και άλλων τελών και φόρων).
Οι διαφορετικές συνταγές
Παρόλο που οι χώρες αρχικά έστρεψαν τη στήριξη κυρίως στα νοικοκυριά, με την πάροδο του χρόνου επέκτειναν τη στήριξη προς τις επιχειρήσεις, οι οποίες υπέστησαν μεγαλύτερο σοκ τιμών από ό,τι τα νοικοκυριά (διάγραμμα 1.19). Ορισμένες χώρες παρείχαν στήριξη σε προβληματικές ενεργειακές εταιρείες για να για να αποφευχθούν διαταραχές του εφοδιασμού (Φινλανδία, Σουηδία). Ορισμένες χώρες έχουν στηρίξει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους μη ενεργειακούς τομείς (Γαλλία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία), άλλες έχουν επιδοτήσει ή μείωσαν τους φόρους για τις επιχειρήσεις (Γερμανία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο).
Η σύγκριση μεταξύ των χωρών αποκαλύπτει ότι το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στήριξης των χωρών προς τις επιχειρήσεις δεν ήταν αναλογικό με την έκθεση στις αυξήσεις των τιμών (διάγραμμα 1.19). Η ικανότητα των επιχειρήσεων να αντιμετωπίσουν τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας διαφέρει από εκείνη των νοικοκυριών. Σε αντίθεση με την περίοδο της πανδημίας, όταν τα μέτρα διέκοψαν κανονικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι επιχειρήσεις τώρα έχουν περιθώρια προσαρμογής για να μετριάσουν τις αυξήσεις του ενεργειακού κόστους. Οι επιχειρήσεις μπορούν να μετακυλήσουν τις αυξήσεις του κόστους στους καταναλωτές προσαρμόζοντας τις τιμές, ανακατανέμοντας τις εισροές για την παραγωγή, ή αλλάζοντας σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Τα πρώτα στοιχεία, πάντως, δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις προσαρμόζονται στους κλονισμούς των τιμών της ενέργειας, αυξάνοντας ταχέως τις επενδύσεις σε ενεργειακή απόδοση και στις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.