Θετική αποτίμηση της συμφωνίας του Eurogroup αλλά και σκεπτικισμός για την «επόμενη μέρα» στον γερμανικό Τύπο. Η ελληνική κρίση ρυθμίζεται, αλλά δεν παρέρχεται, εκτιμούν οι περισσότεροι αναλυτές.
«Το παράδειγμα της Ελλάδας» επιγράφεται σχόλιο της Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), που επιχειρεί να αντλήσει διδάγματα από την ελληνική κρίση. Όπως αναφέρει ο αρθρογράφος, το παράδειγμα της Ελλάδας δείχνει «ότι οι ευρωπαϊκοί συμβιβασμοί δεν παράγουν αυτομάτως ιδανικές λύσεις. Οι Έλληνες υπέστησαν τεράστια απώλεια εισοδήματος, αλλά εξακολουθούν να έχουν πολύ υψηλό χρέος, αναφέρει το newmoney.
Οι άλλες χώρες της ευρωζώνης κινδυνεύουν να χάσουν δισεκατομμύρια. Στην Ελλάδα άρχισε να δρομολογείται μία εξέλιξη, η οποία επεκτείνεται σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο: η διάβρωση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος από κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις. Όλα τα πακέτα βοήθειας των Βρυξελλών δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την ανάληψη της εξουσίας από λαϊκιστικά κόμματα στην Αθήνα. Κάτι το οποίο είναι κατανοητό με δεδομένη την αποτυχία των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων και άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε απρόσμενα πραγματιστικός στην κυβέρνηση. Αλλά σε τελική ανάλυση η Ευρώπη πλήρωσε τη σταθεροποίηση του ευρώ με ένα τοξικό πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό, αλλά και μεταξύ των κρατών-μελών».
Σε ανταπόκριση από το Λουξεμβούργο και με τίτλο «Μία ιστορική στιγμή» η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung αναφέρεται σε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της διαπραγμάτευσης. Όπως επισημαίνει, ιδιαίτερα η Γερμανία ασκούσε πιέσεις «να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες οι διευκολύνσεις για το χρέος. Αρχικά ο γερμανός υπουργός Οικονομικών ήθελε να παρατείνει μόνον κατά τρία χρόνια την περίοδο αποπληρωμής των δανείων, αλλά τελικά αντελήφθη και ο ίδιος ότι αυτό δεν θα ήταν ούτε βιώσιμο ούτε αξιόπιστο. Κι έτσι προέκυψαν τα δέκα χρόνια μαζί με την επισήμανση ότι το 2023 θα εξεταστεί εκ νέου «εάν χρειάζονται περαιτέρω διευκολύνσεις για το χρέος». Φυσικά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει κάτι τέτοιο, ούτε και αν η Ελλάδα θα ανταποκριθεί στους στόχους που καλείται να εκπληρώσει. Είναι ένα δύσβατο μονοπάτι, το οποίο οι άλλοι θα εποπτεύουν και θα αξιολογούν ανά τρίμηνο».
«Θέμα χρόνου το κούρεμα»
Ακόμη πιο απαισιόδοξη στις προβλέψεις της η εφημερίδα Stuttgarter Zeitung: «Αν η Ελλάδα έχει όντως αλλάξει, παραμένει άγνωστο. Αν μη τι άλλο οι οικονομικοί δείκτες εμπνέουν αισιοδοξία. Αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσον η ανάκαμψη είναι διατηρήσιμη. Χωρίς κούρεμα χρέους η Ελλάδα μάλλον δεν πρόκειται να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Είναι θέμα χρόνου να το συνειδητοποιήσουν αυτό επιτέλους τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης».
Σκωπτική διάθεση αποπνέει το σχόλιο στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Der Spiegel.
«Τελείωσε η κρίση; Για πες το αυτό στους Έλληνες...» είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος. Όπως αναφέρεται στο σχόλιο «οι Έλληνες έχουν κάθε λόγο να είναι δύσπιστοι. Όχι μόνο γιατί έχουν ήδη ακούσει άπειρες φορές να προαναγγέλεται το τέλος της κρίσης. Αλλά κυρίως γιατί τα θολά οφέλη της συμφωνίας στο Γιούρογκρουπ έρχονται σε αντίθεση με τη βεβαιότητα ότι θα υποστούν και πάλι οδυνηρές περικοπές στο τέλος του χρόνου. 'Ποιά συνάντηση του Γιούρογκρουπ;' με ρώτησε ένας αξιωματικός εν αποστρατεία, ηλικίας 76 ετών. 'Η μοναδική μου έγνοια είναι σήμερα, όπως ήταν και χθες, να μαζέψω τα χρήματα που χρειάζομαι για την κηδεία μου'. Οι συντάξεις στην Ελλάδα έχουν ήδη περικοπεί κατά 60% και θα περικοπούν εκ νέου το 2019» σημειώνει ο αρθρογράφος.
Ελλάδα-Ιταλία: Βίοι παράλληλοι;
Μία διαφορετική διάσταση στον απολογισμό της κρίσης από την εφημερίδα Die Welt: «Με την παρ΄ ολίγον χρεοκοπία της η Ελλάδα έφερε στο φως τις μεγάλες κατασκευαστικές ατέλειες της ευρωζώνης. Με τη συνεχή αντίσταση που προέβαλε και την κρίση διαρκείας που επακολούθησε δίχασε και πολιτικά την ευρωζώνη.
Όπως και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία προβαλλόταν ως φανατικός υποστηρικτής της λιτότητας, αλλά ο κύριος λόγος για τον οποίον βασάνιζε τους Έλληνες ήταν ότι ήθελε να υποδείξει στους Ιταλούς τί θα τους περίμενε στη δική τους περίπτωση. Μετά από όλα αυτά τα επίπονα χρόνια το πιο αποφασιστικό ερώτημα για την Ελλάδα είναι: Αυτό ήταν, τελείωσε; Μπορεί η χώρα να σταθεί και πάλι στα πόδια της ή μήπως σε τρία, τέσσερα, δέκα χρόνια θα παρακαλάει και πάλι στις Βρυξέλλες για βοήθεια; Η απάντηση είναι ψυχοφθόρα: Δεν ξέρουμε...»