Αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας από την S&P στο BB+ στο επόμενο review, της 22ας Απριλίου, περιμένει η DZ Bank, αφότου και η DBRS έφερε το ελληνικό αξιόχρεο μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Στο πλαίσιο αυτό, η DZ Bank εκτιμά ότι ο στόχος της Αθήνας για έξοδο από το junk έως το 2023 είναι αρκετά ρεαλιστικός, ενώ τονίζει ότι καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει πετύχει μια τόσο μεγάλη βελτίωση του πιστωτικού προφίλ της.
Όπως σημειώνει ο γερμανικός επενδυτικός οίκος, η Ελλάδα έχει κάνει πολλά μικρά βήματα στον μακρύ δρόμο για την επιστροφή στην κανονικότητα.
Με φόντο τον πληθωρισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Αθήνα πέτυχε ένα ακόμα ορόσημο, στη δημοσιονομική προσαρμογή της, αποπληρώνοντας πρόωρα τα δάνειά της προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επισημαίνουν οι αναλυτές.
Επιπλέον, η Ελλάδα αρχίζει ήδη να αποπληρώνει τα διμερή δάνεια, τα οποία δόθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου πακέτου διάσωσης και ανέρχονται στα 50,1 δισ. ευρώ.
«Αυτά τα μέτρα είναι μέρος μιας θεμελιώδους στρατηγικής των Ελλήνων. Ο φιλόδοξος στόχος της χώρας είναι να επιστρέψει τουλάχιστον μερικώς στην επενδυτική βαθμίδα έως το 2023. Έως τότε, το αργότερο, η χώρα θα έχει αφήσει τις κρίσεις της δεκαετίας του 2010 πίσω της», αναφέρει η DZ Bank, μιλώντας για τεράστιες επιτυχίες της Ελλάδας στο μέτωπο της πιστοληπτικής αξιολόγησης.
«Δεν λείπουν και πολλά για να γίνει το άλμα στην επενδυτική βαθμίδα», προσθέτει ο οίκος. Εντοπίζει, ωστόσο, τα δύο αδύναμα σημεία της Ελλάδας στα κόκκινα δάνεια και στο δημόσιο χρέος.
Προτιμά τα ελληνικά ομόλογα έναντι των ιταλικών
Σε αυτό το περιβάλλον, η DZ Bank εκτιμά ότι τα ελληνικά ομόλογα θα υπεραποδώσουν έναντι των ιταλικών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς η Αθήνα έχει προοπτικές συρρίκνωσης των spreads που καμία άλλη χώρα δεν φτάνει.
«Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ιταλία ενέχει υψηλότερο ρίσκο στο μέτωπο της πολιτικής και της αναχρηματοδότησης του χρέους», σημειώνουν οι αναλυτές.