Με ταχύτερους ρυθμούς θα αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία φέτος και το 2025, προβλέπει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) στις τελευταίες προβλέψεις για τις οικονομικές επιδόσεις των χωρών, στις οποίες δραστηριοποιείται.
Στην έκθεση «Regional Economic Prospects, May 2024», οι οικονομολόγοι της EBRD σημειώνουν ότι -αν και το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε «μόλις κατά 2% το 2023», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά- οι συνολικές βραχυπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν θετικές, «με την ανάπτυξη να αναμένεται να επιταχυνθεί στο 2,3% το 2024 και στο 2,6% το 2025».
Συγκεκριμένα, το κεφάλαιο που αναφέρεται στην ελληνική οικονομία αναφέρει:
«Έπειτα από μια ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία το 2021 και το 2022, το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 2% το 2023, αν και εξακολουθεί να υπερβαίνει σημαντικά τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Τόσο η ιδιωτική, όσο και η δημόσια κατανάλωση, αυξήθηκαν κατά σχεδόν 2%, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 4% και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 3,7%, υπερβαίνοντας την αύξηση των εισαγωγών (2,1%).
Οι αφίξεις και οι εισπράξεις τουριστών αυξήθηκαν σημαντικά το 2023, ξεπερνώντας τα προπανδημικά επίπεδα. Οι δείκτες εμπιστοσύνης άρχισαν επίσης να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας συνέβαλε στον αποπληθωρισμό το 2023. Ο συνολικός ετήσιος πληθωρισμός ήταν 3,5% το τελευταίο τρίμηνο του 2023, έχοντας φθάσει σε διψήφια ποσοστά το 2022.
Επιπλέον, η Ελλάδα επέστρεψε στην επενδυτική βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας κατά τη διάρκεια του 2023 για τρεις από τους τέσσερις κύριους οίκους αξιολόγησης. Ο προϋπολογισμός κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ το 2023 και οι δημοσιονομικές προοπτικές εκτιμάται ότι είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του υφιστάμενου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο επανενεργοποιείται από το 2024.
Η οικονομική εμπιστοσύνη βελτιώνεται σταθερά, με τον Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) να παρουσιάζει ανοδική τάση το πρώτο τρίμηνο του 2024 (56,9 τον Μάρτιο του 2024, το υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2022) και τον Δείκτη Οικονομικού Κλίματος (ESI) να φθάνει σε υψηλό 7 μηνών (108,4 τον Μάρτιο του 2024). Και οι δύο δείκτες παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ.
Έχει σημειωθεί καλή πρόοδος στην υλοποίηση έργων που χρηματοδοτούνται από το RRF, μετριασμός των καθοδικών κινδύνων που προέρχονται από τις παγκόσμιες και περιφερειακές αναταράξεις, καθώς και από τις καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα. Συνεπώς, οι συνολικές βραχυπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν θετικές, με την ανάπτυξη να αναμένεται να επιταχυνθεί στο 2,3% το 2024 και στο 2,6% το 2025.
Οι βασικοί καθοδικοί κίνδυνοι παραμένουν και σχετίζονται με πιθανές καθυστερήσεις στην αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και με πιθανές αδυναμίες σε βασικές εξαγωγικές αγορές και χώρες προέλευσης του τουρισμού».
Εξαντλείται το «μέρισμα της ειρήνης»
Σε ό,τι αφορά τις γενικότερες προβλέψεις για τις χώρες όπου έχει παρουσία η EBRD, η Τράπεζα χαμήλωσε τις εκτιμήσεις της για ανάπτυξη κατά 0,2% (στο 3%) εξαιτίας της «πιο αργής από την αναμενόμενη ανάπτυξη στις αρχές του 2024 στην Κεντρική Ευρώπη και τις χώρες της Βαλτικής, ακολουθώντας την αδύναμη ανάπτυξη στη Γερμανία».
Όπως σημειώνει η έκθεση, «οι γεωπολιτικές εντάσεις έχουν βαθύτατο αντίκτυπο στις περιοχές της EBRD και πέραν αυτών, οδηγώντας σε ταχύ κατακερματισμό του εμπορίου και των επενδύσεων και σε αξιοσημείωτη αύξηση των αμυντικών δαπανών. Καθώς το “μέρισμα της ειρήνης” έχει απομειωθεί, από τον Φεβρουάριο του 2022, το εμπόριο όπλων ως ποσοστό των εισαγωγών και εξαγωγών των οικονομιών της ΕΕ στις περιοχές της EBRD αυξήθηκε από 0,1% (σταθερό για χρόνια) σε 0,3% έως 0,5%».
Η EBRD σημειώνει τον κατακερματισμό του εμπορίου και των άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ για τη νότια και ανατολική Μεσόγειο εκτιμά ότι ο πόλεμος στη Γάζα θα έχει αρνητικές επιπτώσεις μέχρι και τα τέλη του 2025.
«Η ανάπτυξη στη νότια και ανατολική Μεσόγειο αναμένεται να επιταχυνθεί από 2,7% το 2023 σε 3,4% το 2024 και 3,9% το 2025», αναφέρει η έκθεση. «Αυτό αντιπροσωπεύει αναθεώρηση προς τα κάτω της προηγούμενης πρόβλεψης για το 2024 λόγω της βραδύτερης υλοποίησης μεγάλων δημόσιων επενδυτικών έργων στην Αίγυπτο και των δευτερογενών επιπτώσεων από τον πόλεμο στη Γάζα.
Ενώ ο αντίκτυπος του πολέμου στις κρατικές αποδόσεις στην Αίγυπτο και την Ιορδανία αποδείχθηκε βραχύβιος, η αρνητική επίδραση στις αφίξεις τουριστών στην Ιορδανία και τον Λίβανο μπορεί να αποδειχθεί πιο διαρκής».