Το 1957 και ενώ η Γκάνα είχε απαλλαχθεί από την αποικιοκρατία, ο πρώτος πρόεδρός της, Κουάμε Νκρουμάχ, είχε διαμαρτυρηθεί ότι η χώρα του δεν ήταν πραγματικά ελεύθερη. Τα πλούσια κράτη εξακολουθούσαν να την κρατούν πίσω, είχε δηλώσει, ενώ το ΔΝΤ ήταν μια «νεοαποικιοκρατική παγίδα». Ο σημερινός υπουργός οικονομικών της χώρας, συμφωνεί μαζί του: σε πρόσφατες δηλώσεις του έχει συγκρίνει τα προγράμματα του ΔΝΤ με τον τρόπο που οι Ισραηλίτες αντιμετωπίζονταν από την αρχαία Αίγυπτο.
Σε ανάλυσή του, ο Economist αναγνωρίζει ότι η Γκάνα βρέθηκε υπό την εποπτεία του ΔΝΤ για 22 από τα τελευταία 35 χρόνια, ενώ τον Ιούλιο ζήτησε νέο bail-out. Για 17η φορά στην ιστορία της. Η οικονομική εφημερίδα, ωστόσο, τονίζει ότι παρά τα φαινόμενα η Γκάνα είναι μια από τις πλέον ευημερούσες οικονομίες στην περιοχή της, ενώ διαθέτει και μια ζωηρή δημοκρατία. Κατά την άποψη του εντύπου, το πρόβλημα της χώρας είναι ότι οι πολιτικοί της, ξεκινώντας ήδη από τον Νκρουμάχ, είναι ιστορικά εθισμένοι στη σπατάλη, ενώ σε πλήρη σύγκρουση με πρόσφατη προειδοποίηση της Oxfam για τη δράση του Ταμείου στην περιοχή και τις επιπτώσεις της επί των πλέον ευάλωτων, ο Economist υποστηρίζει ότι το ΔΝΤ έχει διαδραματίσει κατεξοχήν θετικό ρόλο.
Κρίσεις και ανάπτυξη
Η τελευταία κρίση έρχεται ως αποτέλεσμα μιας έξαρσης δανεισμού και μιας οικονομικής ύφεσης που ώθησε τη Γκάνα εκτός των πιστωτικών αγορών αυξάνοντας τις πιθανότητες χρεοκοπίας. Δεδομένου ότι έχουν περάσει μόλις τρία χρόνια από όταν η χώρα ολοκλήρωσε το προηγούμενο πρόγραμμα του Ταμείου, το γεγονός αυτό παραπέμπει σε κακή οικονομική διαχείριση.
Όμως η Γκάνα καταφέρνει συχνά να επιδείξει εντυπωσιακή ανάπτυξη. Στα $6.178, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο για τη δυτική Αφρική. Μια αιτία πίσω από αυτή την επιτυχία, υποστηρίζει ο Economist, είναι ακριβώς το γεγονός ότι απευθύνεται συχνά και εγκαίρως στο ΔΝΤ.
Αναζητώντας νωρίς βοήθεια, συνεχίζει η οικονομική εφημερίδα, η χώρα αντιμετωπίζει τα προβλήματα στη ρίζα της. Τα bail-outs είναι μικρότερα και οι περικοπές δαπανών που απαιτούνται για την επαναφορά των δημόσιων οικονομικών σε στέρεες βάσεις μπορούν να είναι λιγότερο επώδυνες. Όταν η Γκάνα εντάχθηκε στο 16ο σχετικό πρόγραμμα το 2015, χρειάστηκε λιγότερο από 1 δισεκατομμύριο δολάρια (δηλαδή, το 2% του ΑΕΠ της) από το ΔΝΤ, προκειμένου να εισέλθει εκ νέου στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Όταν η χώρα προχώρησε στη συνέχεια στην έκδοση ομολόγου σε ξένο νόμισμα, οι επενδυτές ανταποκρίθηκαν θερμά.
Τα οφέλη της βιασύνης
Ελάχιστα είναι τα μειονεκτήματα αυτής της βιασύνης, ισχυρίζεται η εφημερίδα. Τα δάνεια του ταμείου είναι συνήθως φθηνά (σε πολλές περιπτώσεις είναι ακόμη και άτοκα) και η εμπλοκή του δημιουργεί το κλίμα εμπιστοσύνης που απαιτείται ώστε οι επενδυτές να επιστρέψουν στον δανεισμό και τις επενδύσεις.
Οι χώρες που καθυστερούν υπερβολικά να ζητήσουν βοήθεια, από την άλλη, συνήθως υποφέρουν πολλαπλάσια. Ως παράδειγμα, παραπέμπει στη Ζάμπια, η οποία δεν κατόρθωσε να ενταχθεί σε πρόγραμμα του Ταμείου και χρεοκόπησε το 2020, με αποτέλεσμα τώρα να χρειάζεται πακέτο διάσωσης από το ΔΝΤ που αντιστοιχεί στο 7% του ΑΕΠ της. Και επειδή το χρέος της δεν είναι βιώσιμο, χρειάζεται αναδιάρθρωση του χρέους σε συμφωνία με τους πολλούς δανειστές της, πριν το ΔΝΤ μπορέσει να της δανείσει περισσότερα χρήματα. Άλλα κράτη παρατηρούν αυτή την κατάσταση. Το Μπαγκλαντές υπέβαλε προληπτικά αίτηση στο ΔΝΤ για $4,5 δισ. τη στιγμή που επιμένει ότι η οικονομία του δεν είναι σε κακή κατάσταση.
Μετακυλίοντας τις ευθύνες
Η Γκάνα είναι ένα καλό παράδειγμα των πλεονεκτημάτων του συχνού δανεισμού από το ταμείο. Οι κυβερνήσεις της έχουν την τάση να δανείζονται και να ξοδεύουν μεγάλα ποσά στη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων και έπειτα να ζητούν από το ΔΝΤ να εξομαλύνει τα προβλήματα που προέκυψαν από αυτή τη στρατηγική. Η βοήθεια του Ταμείου κατά κανόνα έρχεται με τον όρο επώδυνων μεταρρυθμίσεων που, κατά τη γνώμη του Economist, οι πολιτικοί γνωρίζουν ότι είναι απαραίτητες αλλά δεν τολμούν να επιβάλουν υπό φυσιολογικές συνθήκες. Τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις είναι εφικτές μόνο στο βαθμό που οι πολιτικοί μπορούν να επιρρίψουν τις ευθύνες στο ΔΝΤ.
Σε έναν ιδανικό κόσμο, καταλήγει η οικονομική εφημερίδα, οι πολιτικοί θα ήταν ειλικρινείς με τους ψηφοφόρους τους και θα αποδέχονταν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Σε έναν ιδανικό κόσμο, τα πλεονεκτήματα των εύλογων μεταρρυθμίσεων θα υπερέβαιναν την – αδικαιολόγητη κατά τη γνώμη του Economist – κακή φήμη του Ταμείου.
Το Ταμείο από την πλευρά του έχει βελτιώσει τη στρατηγική του σε ό,τι αφορά τις περικοπές κοινωνικών δαπανών, για παράδειγμα εκείνων που αφορούν την υγεία και την παιδεία.
Απόδειξη για αυτό, ισχυρίζεται η οικονομική εφημερίδα, το γεγονός ότι ακτιβιστές, όπως ο Μπράιτ Σίμονς της δεξαμενής σκέψης Imani στη Γκάνα, που παλιότερα διαμαρτύρονταν κατά του ΔΝΤ, πλέον ζητούν την αντιμετώπισή του ως «οικογενειακού γιατρού»: Τα φθηνά δάνεια θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως «πρόληψη» και η λήψη τους θα πρέπει να είναι «συχνή και ενεργητική», αντί οι χώρες να μεταφέρονται απευθείας στη «ΜΕΘ».