Το 2022 ήταν η χρονιά του «καυτού πολέμου». Το 2023 θα είναι η χρονιά της «παγωμένης σύγκρουσης». Αυτή είναι η πρόβλεψη της ομάδας του Economist Intelligence για την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, σχεδόν έναν χρόνο μετά την ρωσική εισβολή.
Οι συγγραφείς της έκθεσης “The war in Ukraine: Russia’s ruptured relations with the West” εκτιμούν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα περάσει μία «μεταβατική φάση» μέσα στο 2023: από την ενεργή σύγκρουση σε ένα παρατεταμένο χαμηλής έντασης αδιέξοδο, με μία συνεχώς αμφισβητούμενη γραμμή μετώπου.
Η εξάντληση και οι βαριές απώλειες και στις δύο πλευρές θα καταστήσουν ασύμφορες της μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αν και Ρωσία και Ουκρανία φαίνεται ότι ετοιμάζονται για αντεπιθέσεις με την έλευση της άνοιξης, ο Economist προβλέπει ότι καμία πλευρά δε θα καταφέρει να καταγράψει σημαντικές νίκες και προέλαση επί του εδάφους.
Τα στρατιωτικά προβλήματα της Ρωσίας αναμένεται να συνεχιστούν, καθώς υποφέρει από σοβαρές απώλειες σε στρατεύματα και εξοπλισμό. Αυτό θα ωθήσει τη Ρωσία να διπλασιάσει τη στρατηγική της για την πρόκληση μεγάλων ζημιών στις κρίσιμες για την Ουκρανία υποδομές, προσπαθώντας να «πνίξει» την ουκρανική οικονομία και να καταστρέψει το ηθικό των πολιτών. Ο Economist εκτιμά ότι αυτή η στρατηγική θα έχει περιορισμένη επιτυχία, ενώ βλέπει και ως πιθανή «μια δεύτερη ρωσική επιστράτευση».
Παράλληλα, όμως, και οι πολεμικές προσπάθειες της Ουκρανίας θα συνεχίσουν να περιορίζονται από τις ελλείψεις σε εξοπλισμό και προσωπικό – παρά τις πρόσφατες δεσμεύσεις των Δυτικών για ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας.
Για τον Economist, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η Ουκρανία θα σταματήσει την προέλαση των Ρώσων προς τα δυτικά, ωστόσο δε θα καταφέρει να διώξει τα ρωσικά στρατεύματα από τις περιοχές που έχουν καταλάβει. Δε θα καταφέρει επίσης να υπονομεύσει τη ρωσική κυριαρχία στην Κριμαία.
«Τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία θεωρούν τον πόλεμο υπαρξιακό ζήτημα, και δεν περιμένουμε καμία από τις δύο πλευρές να συμφωνήσει σε παραχωρήσεις το 2023» αναφέρει η έκθεση, που αποκλείει τη διεξαγωγή ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων εντός του έτους.
Οι επιπτώσεις στις οικονομίες Ρωσίας και Ευρώπης
Παρά το «πάγωμα» της σύγκρουσης, η Δύση αναμένεται να συνεχίσει την ξεκάθαρη στήριξη προς την Ουκρανία. Το φιλο-ουκρανικό κλίμα στην ΕΕ παραμένει ισχυρό, με το 74% των πολιτών να δηλώνουν ότι εγκρίνουν την ευρωπαϊκή θέση για τον πόλεμο, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου τον Ιανουάριο. Η οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια προς την Ουκρανία θα συνεχιστεί και θα αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση της ουκρανικής οικονομίας, σύμφωνα με την έκθεση. Οι χώρες της Δύσης αναμένεται να διασφαλίσουν ότι η Ουκρανία θα έχει τα μέσα για να συνεχίσει να πολεμά το 2023 και να προχωρήσει σε προγραμματισμένες αντεπιθέσεις.
Αν και -όπως παραδέχθηκε πρόσφατα το ΔΝΤ- η ρωσική οικονομία έχει επιδείξει μέχρι τώρα απροσδόκητες αντοχές, μέσα στο 2023 αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω, με σοβαρό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά. Αυτό, μοιραία, θα έχει επιπτώσεις και στα μέτωπα του πολέμου, αφού θα γίνει πιο δύσκολη η παροχή των απαραίτητων εφοδίων προς τα ρωσικά στρατεύματα. Παράλληλα, η εγχώρια παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού αναμένεται να πληγεί από τις δυτικές κυρώσεις στις εισαγωγές και κυρίως από τις ελλείψεις ημιαγωγών.
Ο Economist βλέπει ως πιθανές νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας- κυρίως με «χαμήλωμα» του πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι.
Επίσης, ΕΕ και ΗΠΑ είναι πιθανό να επιβάλουν κυρώσεις σε χώρες που πιστεύουν ότι βοηθούν τη Ρωσία με παράκαμψη κυρώσεων, όπως το Ιράν. Αυτή η πίεση για την επιβολή κυρώσεων θα ωθήσει τις θιγόμενες χώρες σε μεγαλύτερες προσπάθειες να προστατεύσουν τις οικονομίες τους, για παράδειγμα με τη δημιουργία καναλιών χρηματοδότησης που παρακάμπτουν τις δυτικές χώρες.
Οι τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν υψηλές στην ΕΕ, σε σύγκριση με άλλες προηγμένες οικονομίες, εκτιμά ο Economist, και η Ευρώπη θα χάσει μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς για τις εξαγωγές βιομηχανικών τομέων έντασης ενέργειας, όπως τα μέταλλα και τα χημικά προϊόντα.