Η πρώτη μεγάλη ενεργειακή κρίση στην νέα εποχή της «πράσινης μετάβασης» είναι γεγονός. Δεν θα είναι η τελευταία όμως, καθώς, σύμφωνα με τις προβλέψεις των αναλυτών, οι ενεργειακές κρίσεις θα είναι η κανονικότητα της νέας εποχής.
Οι ελλείψεις σε φυσικό αέριο και ηλεκτρικό που ταλανίζουν τις αγορές από τη Βρετανία μέχρι την Κίνα σημειώνονται τη χρονική στιγμή που η ζήτηση ανακάμπτει με την αύξηση της ζήτησης λόγω του ανοίγματος της οικονομίας από την πανδημία.
Αν και οι ελλείψεις αυτές είναι κάτι το σύνηθες σε μακροοικονομικό και ιστορικό επίπεδο, η διαφορά έγκειται στη συγκυρία της μετάβασης προς τις «πράσινες», ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής χωρίς την αντίστοιχη ικανότητα αποθήκευσης της ενέργειας αυτής.
«Η παρούσα κατάσταση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη δυσκολία της ενεργειακής μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», ανέφερε ο Daniel Yergin, αναλυτής και συγγραφέας του βιβλίου «The New Map: Energy, Climate and the Clash of Nations».
Ζοφερό παράδειγμα η κατάσταση στην Ευρώπη. Μετά από την εξάντληση των αποθεμάτων φυσικού αερίου λόγω του δύσκολου χειμώνα του 2020, οι τιμές του φυσικού αερίου και του ρεύματος σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο λόγω της παράλληλης αύξησης της ζήτησης.
Πριν από 20 χρόνια μια παρόμοια κρίση θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με αύξηση της παραγωγής και καύσης άνθρακα, αλλά τα πράγματα έχουν πια αλλάξει. Η Βρετανία και η Ευρώπη βασίζονται σε πολύ διαφορετικές πηγές ενέργειας οι οποίες δεν έχουν ακόμα την ικανότητα να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση. Ελλειμματική αποδεικνύεται και η βιομηχανία παραγωγής αιολικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας, λόγω των μειωμένων ανέμων και βροχοπτώσεων στη Σκανδιναβία.
Η κατάσταση στην Ευρώπη αποτελεί παράδειγμα για το τι μπορεί να συμβεί και στις υπόλοιπες περιοχές του κόσμου. Αν και η πρόσβαση στην αιολική και ηλιακή ενέργεια γίνεται όλο και πιο εύκολη, ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη θα συνεχίσει να βασίζεται σε καύση υδρογονανθράκων για πολλές δεκαετίες, παρά την έλλειψη νέων επενδύσεων στο συγκεκριμένο τομέα.
Αυξημένη ζήτηση
Η ζήτηση για ηλεκτρικό ρεύμα αναμένεται να αυξηθεί κατά 60% μέχρι το 2050, σύμφωνα με το BloombergNEF, λόγω της μετάβασης σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα και ηλεκτρική θέρμανση, την οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη αλλά και την ψηφιοποίηση της κοινωνίας.
Η μεταβλητότητα των τιμών τη στιγμή που αυξάνεται η ζήτηση χωρίς παράλληλη αύξηση της προσφοράς ενδέχεται να προκαλέσει περιόδους πληθωριστικής αύξησης, διεύρυνσης του οικονομικού χάσματος και πιθανών προβλημάτων στην παραγωγή λόγω διακοπών ή ελλείψεων ρεύματος.
Παγκόσμιο πρόβλημα
Τα συστήματα ενέργειας του πλανήτη είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Οποιαδήποτε κρίση θα επηρεάσει ολόκληρο τον κόσμο και θα προκαλέσει προβλήματα στις βιομηχανίες κατασκευής ημιαγωγών σιλικόνης και παραγωγής τροφίμων.
Στις ΗΠΑ, τα futures του φυσικού αερίου έχουν υπερδιπλασιαστεί φέτος ακόμη και πριν την έλευση του χειμώνα. Η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου στο οποίο βασίζεται το 40% των Αμερικανών, αναμένεται σύντομα να «φουσκώσει» τους λογαριασμούς των νοικοκυριών.
Στην Κίνα, η κυβέρνηση προσπαθεί να αυξήσει την παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Παρ’ όλα αυτά η βιομηχανοποιημένη οικονομία της χώρας, η οποία βασίζεται κυρίως σε χρήση υδρογονανθράκων, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση της μετά-πανδημίας εποχής. Η βιομηχανική παραγωγής της Κίνας συρρικνώθηκε αισθητά σύμφωνα με τα στοιχεία Σεπτεμβρίου για πρώτη φορά εδώ και 19 μήνες, αποτελώντας ένδειξη των οικονομικών σοκ που προκάλεσε η ενεργειακή κρίση.
Οι αρχές της χώρας τώρα προσηλώνονται στην αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω της εισαγωγής άνθρακα και LNG. Προφανώς, η κίνηση αυτή αυξάνει τον ανταγωνισμό με την Ευρώπη, προκαλώντας ανησυχίες για περαιτέρω χειροτέρευση της κατάστασης στη Γηραιά Ήπειρο.
Έλλειψη προσφοράς
Κολοσσοί όπως οι BP Plc και Royal Dutch Shell Plc μεταξύ άλλων, προσπαθούν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων, ασκώντας περαιτέρω πιέσεις στην αγορά.
Ο Jeff Currie, global head of commodities research της Goldman Sachs Group υποδεικνύει πως η έλλειψη επενδύσεων στην αγορά υδρογονανθράκων αποτελεί τεράστιο πρόβλημα για το μέλλον.
Είναι λογικό πως οι επενδυτές ποντάρουν στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και «πράσινων» τεχνολογιών παρά στις παραδοσιακές επιχειρήσεις άντλησης υδρογονανθράκων. Παρ’ όλα αυτά, όπως υπογράμμισε ο Currie σε συνέντευξή του στο Bloomberg TV, «σε πολλά σημεία του πλανήτη, υπάρχει υπερβολική επένδυση σε ηλιακή και αιολική ενέργεια. Η αγορά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει κορεστεί ενώ η παραδοσιακή αγορά ενέργειας επιδεικνύει τεράστιες ελλείψεις».
Αν και οι επενδύσεις σε αιολικά και ηλιακά πάρκα έχουν αυξηθεί τα τελευταία δέκα χρόνια σε αντίθεση με το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον άνθρακα, η αποθήκευση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αποτελεί το -μέχρι τώρα- κύριο μειονέκτημά τους. Προφανώς, στο ολοένα και μεταβαλλόμενο περιβάλλον της ζήτησης ενέργειας, η ανισορροπία της προσφοράς και της ζήτησης μπορεί να οδηγήσει εύκολα σε blackout και ελλείψεις. Μέχρι τώρα η βιομηχανία φυσικού αερίου έχει επωμιστεί την εξισορρόπηση της κατάστασης αλλά αυτό προϋποθέτει σχετική σταθερότητα των τιμών.
Αποθηκευτικές και εναλλακτικές λύσεις
Το προαναφερθέν πρόβλημα της αποθήκευσης της ενέργειας αναμένεται να διαρκέσει για αρκετά χρόνια.
«Η μετάβαση αποτελεί πρόκληση αλλά και ευκαιρία», ανέφερε η Amy Myers Jaffe, managing director του Climate Policy Lab του Tufts University.
Αυστραλία και Καλιφόρνια έχουν ήδη αρχίσει να εγκαθιστούν τεράστιες μπαταρίες στα δίκτυα ηλεκτροδότησής τους για την ενίσχυση της σταθερότητας παροχής ηλεκτρικού μετά τη δύση του ηλίου. Παρ’ όλα αυτά, η εγκατάσταση των νέων συστημάτων βρίσκεται ακόμα σε αρχικά στάδια και παρέχει ρεύμα μόνο για τέσσερις ώρες.
Αρκετές χώρες και εταιρείες έχουν στρέψει το βλέμμα τους στο υδρογόνο, θεωρώντας το ως ιδανική λύση αποθήκευσης και χρήσης ενέργειας για τις μεταφορές και την εύρυθμη λειτουργία των βιομηχανικών μονάδων.
Το υδρογόνο μπορεί να διασπαστεί από το νερό μέσω της χρήσης ηλεκτρολυτών οι οποίοι τροφοδοτούνται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η όλη διαδικασία δεν παράγει βλαβερά για το περιβάλλον αέρια ενώ το υδρογόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την τροφοδότηση βιομηχανικών τουρμπίνων μέχρι και απλών οχημάτων.
Οι πρώτες μονάδες παραγωγής υδρογόνου βρίσκονται ακόμη σε προκαταρκτικά στάδια έρευνας. Πολλοί εκ των πιθανών χρηστών, όπως βαριές βιομηχανίας και εταιρείες παροχής ενέργειας μελετούν ακόμη τη βιωσιμότητα της λύσης αυτής. Η διευρυμένη χρήση του υδρογόνου βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά.