Κινδυνεύοντας να ακούσω τις γνωστές προτροπές από νομικούς «να ασχοληθώ καλύτερα με τα ιατρικά», θα αποτολμήσω μια κριτική σχετικά με το προοδευτικό «πρόσημο» του Συντάγματος μας, συνδεδεμένη με τις πρόσφατες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης.
Αν και ένα πρόσφατο σχετικά Σύνταγμα και σε αρκετά σημεία τροποποιημένο στην πάροδο των 50 ετών «ζωής» του, το ελληνικό Σύνταγμα με την μορφή του 1975, αποτελεί στον πυρήνα του το Σύνταγμα του 1952, αντικαθιστώντας στην πράξη τις αρμοδιότητες του Βασιλέως με αυτές του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αντανακλά εκ τούτου τις πολιτικές κοινωνικές και «ηθικές» συνθήκες εκείνης της εποχής.
Και κυρίως, εμπεριέχει μια «αμυντική», προστατευτική λογική απέναντι σε μια σειρά θεμάτων για τα οποία, ο τότε συνταγματικός νομοθέτης, θεωρούσε πως έπρεπε να προστατευτούν ιδιαίτερα από ευμετάβλητες και συχνά οριακά νομιμοποιημένες πολιτικές συνθήκες, κάτι που ίσχυε συχνά εκείνες τις εποχές.
Και είναι φυσικό μετά από 7 χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας, το Σύνταγμα του 75 να επαναδιατυπώσει αυτήν την αμυντική στάση απέναντι στις δυνατότητες παρέμβασης των κυβερνήσεων και του κοινοβουλίου, περιγράφοντας συχνά με ανατριχιαστική λεπτομέρεια διαδικασίες και οριοθετήσεις της απλής καθημερινής ζωής, πέραν και έξω από την απλή οργάνωση του πολιτεύματος και την διατύπωση θεμελιωδών πολιτικών δικαιωμάτων.
Και μόνο με βάση αυτό, θα μπορούσε κανείς απλοϊκά και αφοριστικά να πει πως το Σύνταγμα μας είναι «συντηρητικό» διατυπώνοντας μια αντίληψη σταθερότητας και απαγόρευσης αλλαγών σε τομείς που ενδεχομενως η κοινωνία και η πραγματικότητα να τους εξελίσσουν διαφορετικά.
Θα αρκούσε και μόνο η κεφαλίδα του Συντάγματος με την επίκληση της Τριαδικης Θεοτητος και το άρθρο 3 περι σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας για να πει κανείς πως το Σύνταγμα μας κάνει μια παραδοχή που αποστασιοποιεί -τουλάχιστον συναισθηματικά- πολίτες άλλων δογμάτων, θρησκειών ή με αγνωστικιστικη θεώρηση του κόσμου. Και αν η αναφορά του κράτους στη θρησκευτική καταβολή του έθνους μπορεί να δικαιολογηθεί ως ενα στοιχείο παράδοσης και ιστορίας (σε ένα σύγχρονο Σύνταγμα βέβαια δεν πρέπει να προκαταβάλλεται η στάση των πολιτών απέναντι στο κράτος) υπάρχουν περισσότερα θέματα που κάνουν τις συνταγματικές προβλέψεις ασφυκτικές για τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία και προχωρά (η μια ήδη ψηφίστηκε) τρεις πρωτοβουλίες θεσμικού χαρακτήρα:
1. η επιστολική ψήφος
2. η δυνατότητα γάμου μεταξύ άτομων του ίδιου φύλου
3. η ίδρυση παραρτημάτων ιδιωτικών πανεπιστημίων
Και οι τρεις παρεμβάσεις θα μπορούσε κανείς να πει πως βρίσκονται στα όρια των αντίστοιχων συνταγματικών προβλέψεων.
Η επιστολική ψήφος ενδεχομένως αντιβαίνει την πρόβλεψη του άρθρου 51 πάρ. 4 για «ταυτόχρονη διενέργεια των εκλογών» σε όλη τη χώρα, ενώ η εξωπραγματική πρόβλεψη για πλειοψηφία 2/3 απέτρεψε την καθιέρωση επιστολικής ψήφου για τους απόδημους Έλληνες και στις εθνικές εκλογές.
Ένας ακραίος «τυπολατρης» (όπως έκανε για παράδειγμα ο Υπουργός Επικράτειας Μάκης Βορίδης) θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η αναγνώριση του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου αντιβαίνει το πνεύμα του Συντάγματος και το σκοπό και τη μορφή της οικογένειας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 21 πάρ. 1 «ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Τέλος, το άρθρο 16 πάρ. 5 και 6 φαίνεται να περιορίζουν ασφυκτικά κάθε σκέψη ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, ενδεχομένως ακόμα με τη μορφή των παραρτημάτων ξένων ιδρυμάτων.
Και αν αυτές οι τρεις παρεμβάσεις, που κοινωνικά και πολιτικά είναι ώριμες και έχουν ένα πιο εμβληματικό χαρακτήρα, βρίσκονται ενδεχομένως στα όρια του γράμματος -και του πνεύματος- των συνταγματικών προβλέψεων, υπάρχουν συχνές περιπτώσεις όπου οι κοινοβουλευτικές αποφάσεις ανατρέπονται από το αυτοχρησθεν ως συνταγματικό δικαστήριο, Συμβούλιο της Επικράτειας.
Πρόσφατο παράδειγμα η απόφαση του ΣτΕ να κρίνει «αντισυνταγματική» την πρόβλεψη του άρθρου 11 του Ν4178/2013 για την απαιτούμενη πλειοψηφία συνιδιοκτητων για νομιμοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών σε πυλωτές. Βλέπουμε λοιπόν συχνά πως είτε το Σύνταγμα αυτό κάθε αυτό, είτε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας ερμηνεύοντας το Σύνταγμα, περιορίζουν τις δυνατότητες της νομοθετικής εξουσίας και ειδικά του Κοινοβουλίου να οργανώνουν τη ζωή και την καθημερινότητα των πολιτών, πέρα από τα θεμελιώδη σημεία που αφορούν στην οργάνωση του πολιτεύματος και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Κι εδώ δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει τη διαφορετική αυτή λειτουργία του Συντάγματος σε σχέση με άλλες χώρες (πχ τις αγγλοσαξονικές) όπου κυρίαρχο όργανο που καθορίζει την οργάνωση του κράτους -άρα και τη ζωή των πολιτών- είναι το κοινοβούλιο, ως ο μόνος εκφραστής της λαϊκής βούλησης και κυριαρχίας.
Φτάνουμε λοιπόν σε μια συνθήκη, όπου οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες έχουν ωριμάσει πάνω σε κάποια θέματα, έχει διαμορφωθεί δια της λαϊκής εντολής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να προωθήσει τις απαιτούμενες νομοθετικές αλλαγές και το Σύνταγμα, είτε αντανακλώντας αντιλήψεις προηγούμενων δεκαετιών είτε λόγω της ευρείας και λεπτομερειακής του γραφής, έρχεται να τις περιορίσει. Δεν υπάρχει διέξοδος στο πρόβλημα δυστυχώς (ή ευτυχώς).
Η επόμενη αναθεώρηση είναι δυνατή το 2029 αλλά ακόμα και τότε, οι ίδιες οι συνταγματικές προβλέψεις που διέπουν τη διαδικασία της αναθεώρησης, δεν φαίνεται να μπορούν να επιτρέψουν μια πιο προοδευτική και ευέλικτη δομή του Καταστατικού Χάρτη, ώστε αυτός να αγκαλιάσει τις σύγχρονες τάσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Η χώρα θα συνεχίσει μάλλον να ζει σε ένα συντηρητικό περιβάλλον όπου οι μείζονες αλλαγές θα απαιτούν πάντα περισσότερο χρόνο και προσπάθεια για να πραγματοποιηθούν.