Στο 4% εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί η αύξηση των εξαγωγών για το επόμενο έτος, σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, ενώ, παρά τις αντίξοες συνθήκες, οι επιχειρηματίες εκτιμούν ότι αν διατηρηθεί η δυναμική που εμφανίζουν οι εξαγωγές τους τελευταίους μήνες ή ακόμη καλύτερα εάν αυτή ενισχυθεί, τότε θα αναστραφεί το αρνητικό κλίμα των προηγούμενων μηνών και θα κλείσει με θετικό πρόσημο η φετινή χρονιά.
Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2025 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθούν κατά 4%, ταχύτερα από τις εισαγωγές που αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,6%. Ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών αγαθών εκτιμάται σε 3% συνδεόμενος με τη θετική μεταβολή της εξωτερικής ζήτησης και με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών. Η αύξηση των εισαγωγών αγαθών εκτιμάται στο 3,8% σχετιζόμενη με την σημαντική αύξηση των επενδύσεων και με τη διατήρηση του ρυθμού αύξησης της κατανάλωσης. Οι καθαρές εξαγωγές υπηρεσιών αναμένεται να έχουν θετική επίδραση στην ανάπτυξη (0,7% του ΑΕΠ) συνδεόμενες με τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Οπότε το έλλειμμα του ονοματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε εθνικολογιστικούς όρους προβλέπεται να βελτιωθεί κάτω από 5% του ΑΕΠ το 2025.
Bέβαια, οι κίνδυνοι στις μακροοικονομικές προβλέψεις εξακολουθούν να περιλαμβάνουν το ενδεχόμενο κλιμάκωσης των γεωπολιτικών κρίσεων με αντίκτυπο στο διεθνές εμπόριο και την πορεία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού ενώ και η εκδήλωση νέων ακραίων κλιματικών φαινομένων ενδέχεται να έχει επιπτώσεις. Επίσης αρνητικά στην ανάπτυξη θα επιδρούσε το ενδεχόμενο του επίμονου πληθωρισμού και η διατήρηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα και μια σημαντικά περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, σε μεγάλες οικονομίες της ΕΕ, θα επιδρούσε αρνητικά στις ξένες επενδύσεις και στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.
Πάντως, για δεύτερο μήνα αισιοδοξίας κάνει λόγο ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων με βάση την ανάλυση του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ.
Σε ό,τι αφορά στο προφίλ των εξαγωγών, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να βρει το βηματισμό της μέσω μιας νέας βιομηχανικής στρατηγικής, φαίνεται ότι η Ελλάδα δείχνει αντανακλαστικά και ήδη κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, με τα πρώτα αποτελέσματα να είναι ορατά στο χάρτη με την κατάταξη των εξαγωγικών κλάδων. Σύμφωνα με την ανάλυση του ΠΣΕ, επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, φαίνεται ότι εκτός από τους κλάδους των τροφίμων, των βιομηχανικών και των χημικών, που έχουν σημαντικό μερίδιο στις εξαγωγές μας, ιδιαίτερη δυναμική έχουν αρχίσει και αποκτούν οι χαμηλές σε αξία εξαγωγές των «Εμπιστευτικών Προϊόντων» (π.χ. προϊόντα τεχνολογίας, προϊόντα που προστατεύονται με πατέντα κλπ), οι πρώτες ύλες και ο κλάδος «Ποτά και Καπνός».
Από την «ακτινογραφία» για την κατανομή των εξαγωγών ανά γεωγραφική περιοχή, διαπιστώνεται ότι η συνολική αξία των εξαγωγών, υποχώρησε στο οκτάμηνο, προς τις Χώρες της ΕΕ ενώ αυξήθηκε προς τις Τρίτες Χώρες.
Πιο αναλυτικά, όσον αφορά στην πορεία των εξαγωγών ανά γεωγραφικές περιοχές τον Αύγουστο, παρατηρείται πτώση των αποστολών προς τις χώρες της Ε.Ε. (-8,8%) ενώ διευρύνονται προς τις Τρίτες Χώρες (7,8%). Όταν, όμως, εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή η εικόνα αλλάζει εντελώς, με τις εξαγωγές προς τις χώρες της ΕΕ να καταγράφουν άνοδο (3,6%), ενώ οι εξαγωγές προς τις Τρίτες Χώρες, διευρύνονται σημαντικά (20,9%), σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα.
Αναφορικά με το ποσοστό των εξαγωγών που κατευθύνονται στις αγορές των κρατών-μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, αυτό μειώθηκε κατά 4,2 μονάδες και άγγιξε το 52,8% έναντι 57% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα το 2023. Αντίστροφη είναι η εικόνα που καταγράφεται για το ποσοστό των εξαγωγών προς τις Τρίτες Χώρες, που διαμορφώθηκε στο 47,2% έναντι 43%. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το μερίδιο των εξαγωγών προς τις χώρες της ΕΕ διαμορφώνεται στο 64,2% και των Τρίτων Χωρών στο 35,8%.
Η πορεία ανά κλάδο
Σχετικά με τις μεγάλες κατηγορίες προϊόντων, τον Αύγουστο του 2024 καταγράφεται ποσοστιαία άνοδος στις υψηλές σε αξία κατηγορίες: Τρόφιμα (6,2%), Βιομηχανικά (13,2%), Χημικά (19,1%) και Διάφορα Βιομηχανικά (4,8%), σε σχέση με τον περσυνό Αύγουστο.
Σημαντικά, όμως, αυξημένες εμφανίζονται και εκείνες των Πρώτων Υλών (22,6%) και Ποτά & Καπνός (15,8%), ενώ των Πετρελαιοειδή-Καυσίμων και των Λαδιών καταγράφουν μείωση, κατά -12,1% και -6,6%, αντιστοίχως. Στάσιμες (0,9%), παρέμειναν οι εξαγωγές των Μηχανημάτων, ενώ οι χαμηλές σε αξία εξαγωγές των Εμπιστευτικών Προϊόντων αυξάνονται κατά 23,7%, σε σχέση με τον Αύγουστο του 2023.
Παράλληλα όμως, αυξημένες εμφανίζονται εκείνες των Πετρελαιοειδών-Καυσίμων (2,9%), Τροφίμων (7,5%), των Πρώτων Υλών (3,2%) και των Ποτά & Καπνός (+8,7%), σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό οκτάμηνο. Τέλος, στα ίδια επίπεδα κυμάνθηκαν οι εξαγωγές της κατηγορίας Χημικά (0,5%).
Πάντως να επισημανθεί ο προβληματισμός που διατυπώνει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χώρας σε συνδυασμό με την μελλοντική πορεία των εξαγωγών μας. Στην έκτη ανάλυση επικαιρότητας για το 2024, σημειώνεται πως η ελληνική οικονομία πρέπει να αναδιαρθρώσει την παραγωγική της δομή, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος ειδικά στο ισοζύγιο αγαθών, δηλαδή στη μεγάλη διαφορά που καταγράφεται στις εισαγωγές της χώρας σε σχέση με τις εξαγωγές.
Βασική πηγή του προβλήματος αναφέρεται ότι είναι το έλλειμμα του Ισοζυγίου Αγαθών, εξαιτίας κυρίως της μεγάλης ανισορροπίας του Ισοζυγίου Αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία, γιατί το Ισοζύγιο Υπηρεσιών διαχρονικά χαρακτηρίζεται από σταθερά πλεονάσματα και συμβάλλει στη μείωση του ελλείμματος του Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΚΕΠE η ανισορροπία του Ισοζυγίου Αγαθών οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες:
Πρώτον, στο υψηλό επίπεδο των ελληνικών εισαγωγών,
Δεύτερον, στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, η οποία μάλιστα δεν συνδέεται άμεσα με τις τιμές και το κόστος των ελληνικών προϊόντων. Και αυτό διότι όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ παρά την μείωση του κόστους εργασίας τα προηγούμενα χρόνια δεν έφερε αντίστοιχες μειώσεις στις τιμές. Γεγονός το οποίο το ΚΕΠΕ το αποδίδει αφενός στην έλλειψη ανταγωνισμού και αφετέρου στις αυξήσεις των έμμεσων φόρων.
Τρίτον, στο υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των ελληνικών εξαγωγών, καθώς για να παραχθούν μια σειρά εξαγώγιμων προϊόντων θα πρέπει να έχει προηγηθεί σειρά εισαγωγών πρώτων υλών. Η Ελλάδα έχει το 4ο υψηλότερο ποσοστό εισαγωγικού περιεχομένου στην παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων της, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες τις Ευρωζώνης, επιπλέον αυτό δείχνει μια αυξητική τάση. Αυτή η εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από ξένα αγαθά έχει αρνητικές επιπτώσεις σε μια σειρά παραμέτρων, όπως η απασχόληση, η παραγωγική βάση της οικονομίας, η ανταγωνιστικότητα, και ο βαθμός ευαισθησία της χώρας σε εξωτερικές διαταραχές.
Τέταρτον, στην εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής παραγωγής. Όσον αφορά την εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής οικονομίας, αναφορικά με τα μερίδια εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση σε σύγκριση με τις 20 χώρες της Ευρωζώνης. Επιπλέον, τα μερίδια εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων συρρικνώνονται.
Πέμπτον, στον χαμηλό βαθμό εξαγωγικής διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων,
Έκτον, στην ενεργειακή εξάρτηση της οικονομίας.