Σχέδια καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα οποία αν τεθούν σε εφαρμογή θα επιφέρει έναν περιορισμό στα πιθανά κέρδη των τραπεζών της Ευρωζώνης κατά δεκάδες δισ. ευρώ.
Η ΕΚΤ έχει βάλει στο στόχαστρο δάνεια που έχει χορηγήσει στις τράπεζες συνολικού ύψους 2,1 τρισ. ευρώ, στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs), σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στη Φρανκφούρτη.
Επί της ουσίας είναι δάνεια που έχουν δοθεί στις τράπεζες με πολύ χαμηλό έως και αρνητικό επιτόκιο, προκειμένου να τα διοχετεύσουν στην οικονομία μέσω δανείων με προνομιακά επιτόκια και όρους.
Ωστόσο οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ με τα επιτόκια πλέον να αυξάνονται, φοβούνται ότι οι τράπεζες τα κεφάλαια από τα TLTROs θα τα καταθέσουν στην ΕΚΤ, αποκομίζοντας έτσι εύκολα κέρδη (από τη διαφορά των αυξημένων επί του παρόντος επιτοκίων και των χαμηλών επιτοκίων όταν τους χορηγήθηκαν τα δάνεια). Κι όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, η ΕΚΤ θέλει να αποτρέψει τις ευρωπαϊκές τράπεζες να παρκάρουν τα φθηνά δάνεια ούτως ώστε να κερδίζουν από τη διαφορά των επιτοκίων.
Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, η αλλαγή αυτή στάσης θα επιφέρει ένα κόστος τα κέρδη των τραπεζών το οποίο ετησίως μπορεί να αγγίξει συνολικά ακόμη και τα 40 δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρει το Reuters, σε σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα αυτόν τον μήνα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρότειναν πέντε επιλογές για αλλαγή των κανόνων που αφορούν τα TLTROs, οι οποίες στη συνέχεια έγιναν τρεις.
Η μία επιλογή που είναι και η πιο εύκολη να εφαρμοσθεί είναι το επιτόκιο για τα φθηνά δάνεια να μην είναι το ίδιο με το τρέχον. Όμως αυτό το μέτρο πιθανόν να σκοντάφτει σε νομικά εμπόδια και να επιφέρει αγωγές από πλευράς τραπεζών.
Η δεύτερη επιλογή είναι τα κεφάλαια από τα TLTROs να αντιμετωπίζονται με παρόμοιους όρους με τα ελάχιστα αποθεματικά που τηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ. Γι αυτά τα αποθεματικά το επιτόκιο είναι στο 0,5%, χαμηλότερα από το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ στο 0,75%.
Η τρίτη επιλογή είναι να δημιουργηθεί ένα κλιμακούμενο όριο που θα επέτρεπε στις τράπεζες να απολαμβάνουν ευνοϊκότερους όρους μέχρι ένα ορισμένο όριο, μετά το οποίο θα ισχύει χαμηλότερο επιτόκιο.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υποστηρίζουν ότι είναι απαράδεκτο οι τράπεζες να αποκομίζουν με τόσο εύκολο τρόπο κέρδη, την ώρα που η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση και οι απλοί άνθρωποι υποφέρουν. Θεωρούν επίσης ότι αυτού του είδους η πρακτική δεν συνάδει με την πολιτική των επιτοκίων, η οποία γίνεται αυστηρότερη.
Υπάρχει όμως και ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα. Η καταβολή τόκων γι αυτά τα πλεονάζοντα αποθεματικά επιβαρύνει τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών, περιορίζοντας έτσι τη συνεισφορά τους στους εθνικούς προϋπολογισμούς και στερώντας από τα κράτη ένα καίριο εισόδημα.
Μια εξέλιξη η οποία εγκυμονεί τον κίνδυνο να ασκήσει πολιτική πίεση στις κεντρικές τράπεζες σε όλη την Ευρωζώνη. Σε ακραίες περιπτώσεις, θα μπορούσαν ακόμη και να εξαντληθούν τα κεφάλαια των κεντρικών τραπεζών, αναγκάζοντας πιθανώς τις κυβερνήσεις να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζες.
«Είμαστε πολύ κοντά και η απόφαση θα έρθει σύντομα», ανέφερε μια πηγή που ζήτησε να μην κατονομαστεί, στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον. «Το σχέδιο θα βλάψει τις τράπεζες και αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό η πρόθεσή μας».
Σύμφωνα με τις πηγές, η απόφαση θα μπορούσε να ληφθεί στη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου, επειδή το όφελος από την αναμονή είναι μικρό.