Τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) για το 2021, δημοσιοποίησε σήμερα Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Τα ευρήματα αυτής της ετήσιας αξιολόγησης δείχνουν ότι τα σημαντικά ιδρύματα διατήρησαν εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, καθώς οι περισσότερες τράπεζες λειτουργούν με επίπεδα κεφαλαίου που υπερβαίνουν αυτά που ορίζουν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις. Οι βαθμολογίες των τραπεζών παρέμειναν σε γενικές γραμμές συνολικά σταθερές.
Κατά μέσο όρο, οι τράπεζες διατήρησαν εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις αυξήθηκαν ελαφρώς για το 2022 και διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο σε περίπου 15,1% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (risk-weighted assets – RWA), έναντι 14,9% στο πλαίσιο της ρεαλιστικής αξιολόγησης που εφαρμόστηκε στη SREP 2020. Το μέσο ύψος των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων και κατευθύνσεων όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) αυξήθηκε σε περίπου 10,6% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, από 10,5%.
Τα αποτελέσματα της SREP 2021 αντανακλούν τόσο την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα της Ευρώπης, ο οποίος συνέβαλε σημαντικά στην οικονομική ανάκαμψη της ζώνης του ευρώ, όσο και τις προκλήσεις που διαφαίνονται στον ορίζοντα.
Συγκεκριμένα, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική πορεία και εξέλιξη της πανδημίας, τη στιγμή που η διατάραξη στις αλυσίδες προσφοράς επηρεάζει αρνητικά το εμπόριο και τη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Διαφαίνονται και άλλοι κίνδυνοι που απορρέουν από ένα ευρύ φάσμα αβεβαιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων πιθανών κυβερνοεπιθέσεων, των κλιματικών κινδύνων, της συνεχιζόμενης πίεσης στην κερδοφορία και του ενδεχόμενου μη ομαλής εξόδου από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων.
Ο εποπτικός κύκλος του 2021 σηματοδότησε την επάνοδο στην κανονικότητα, μετά τη ρεαλιστική προσέγγιση που εφαρμόστηκε το 2020 όταν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις διατηρήθηκαν σε σταθερά επίπεδα λόγω της πανδημίας και οι ανησυχίες των εποπτικών αρχών αντιμετωπίστηκαν κυρίως μέσω συστάσεων και όχι μέσω απαιτήσεων.
Κατά συνέπεια, η SREP 2021 περιλάμβανε την αξιολόγηση του κεφαλαίου των τραπεζών, την απόδοση βαθμολογιών SREP στα συνολικά προφίλ κινδύνου των τραπεζών και στα βασικά στοιχεία αυτών των προφίλ, καθώς και την έκδοση επίσημων αποφάσεων πλέον των συστάσεων.
Στην οριακή αύξηση του συνολικού κεφαλαίου συνέβαλαν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του Πυλώνα 2 (Pillar 2 capital requirements – P2R), οι οποίες αυξήθηκαν σε 2,3%, από 2,1%. Αυτή η αύξηση οφείλεται κυρίως στη θέσπιση συγκεκριμένης απαίτησης (προσαύξηση λόγω υστέρησης κεφαλαίου όσον αφορά τον σχηματισμό προβλέψεων) που επιβλήθηκε σε τράπεζες που δεν σχημάτισαν επαρκείς προβλέψεις για να καλύψουν τον πιστωτικό κίνδυνο από μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) που χορηγήθηκαν πριν από τις 26 Απριλίου 2019. Οι τράπεζες που αντιμετωπίζουν ενεργά την υστέρηση κεφαλαίου όσον αφορά τις προβλέψεις τους σε σχέση με τις προσδοκίες της ΕΚΤ θα μπορέσουν να μειώσουν γρήγορα αυτήν τη νέα προσαύξηση εντός του 2022 χωρίς να περιμένουν την επόμενη αξιολόγηση SREP.
Οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 (Pillar 2 guidance – P2G), οι οποίες αποτυπώνουν τους κινδύνους που προκύπτουν από τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, αυξήθηκαν κατά 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας σε 1,6%, από 1,4%. Μόνο έξι τράπεζες δεν συμμορφώθηκαν με τις P2G τους στο τέλος του 2021, και αυτό εξαιτίας διαρθρωτικών ζητημάτων που προϋπήρχαν της πανδημίας.
Στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης που έλαβε η ΕΚΤ, οι τράπεζες μπορούν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας τους ή τις P2G τους μέχρι το τέλος του 2022. Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2023 – όπως ανακοινώθηκε σε ξεχωριστό δελτίο Τύπου – η ΕΚΤ προσδοκά ότι οι τράπεζες θα λειτουργούν με κεφάλαια που θα υπερβαίνουν το επίπεδο των P2G τους.
«Είμαστε σε γενικές γραμμές ικανοποιημένοι από τον τρόπο με τον οποίο έχουν λειτουργήσει μέχρι στιγμής οι τράπεζες στη διάρκεια της πανδημίας. Συνέβαλαν στην ανθεκτικότητα της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και συνέχισαν να χορηγούν πιστώσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις,» δήλωσε ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Andrea Enria. «Ωστόσο, η επίδραση της πανδημίας στην οικονομία δεν έχει εκλείψει ακόμα. Οι τράπεζες πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν επίγνωση των πιθανών συνεπειών στους ισολογισμούς τους και να ενισχύσουν ειδικότερα τα πλαίσια ελέγχου κινδύνων και διακυβέρνησης που διαθέτουν».
Τα αποτελέσματα της SREP 2021 δείχνουν ευρείας βάσης σταθερότητα σε ό,τι αφορά τις βαθμολογίες. Αυτό αποτελεί άλλη μια ένδειξη της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος, δεδομένου ότι οι συνολικές βαθμολογίες των τραπεζών μπορεί πράγματι να είχαν επιδεινωθεί σημαντικά στη διάρκεια της πανδημίας.
Στο πλαίσιο του κύκλου 2021, ο πιστωτικός κίνδυνος και η εσωτερική διακυβέρνηση ήταν οι δύο βασικοί τομείς για τους οποίους ζητήθηκαν διορθωτικά μέτρα από τις τράπεζες.
Οι επόπτες εξέτασαν προσεκτικά την επάρκεια των ελέγχων πιστωτικού κινδύνου των ιδρυμάτων. Σε αρκετές τράπεζες διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν επαρκώς σθεναρές πρακτικές διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου, σε κάποιες μάλιστα εντοπίστηκαν ανεπαρκείς διαδικασίες σχηματισμού προβλέψεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ΕΚΤ υποβάθμισε τις βαθμολογίες πιστωτικού κινδύνου και ζήτησε τη λήψη περαιτέρω μέτρων.
Τα αποθέματα ΜΕΔ συνέχισαν να μειώνονται, κυρίως χάρη στο γεγονός ότι οι τράπεζες εκτέλεσαν με συνέπεια σχέδια μείωσης και πώλησης ΜΕΔ. Η ποιότητα των πιστώσεων στους ισολογισμούς των τραπεζών παρέμεινε αρκετά σθεναρή συνολικά, εν μέρει χάρη στη λήψη έκτακτων δημόσιων μέτρων στήριξης. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης ορισμένες ενδείξεις επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας, ιδίως στους οικονομικούς τομείς που ωφελήθηκαν περισσότερο από τα μέτρα στήριξης, και αυτές οι εξελίξεις θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά.
Τα ευρήματα στον τομέα της εσωτερικής διακυβέρνησης δείχνουν ανεπάρκεια όσον αφορά τις διευθυντικές ικανότητες των διοικητικών οργάνων και τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης όπως τα πλαίσια ελέγχου κινδύνων. Αυτό μπορεί να παρεμποδίσει τις λειτουργίες διαχείρισης κινδύνου και συμμόρφωσης, καθώς και τα σχέδια μετασχηματισμού των πληροφοριακών συστημάτων, παρακωλύοντας την επίλυση ζητημάτων που αφορούν τη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων. Πολλές τράπεζες πρέπει επίσης να λάβουν μέτρα για να βελτιώσουν τη σύνθεση και τη συλλογική καταλληλότητα των διοικητικών οργάνων τους, καθώς εξακολουθούν να μην δίνουν επαρκή έμφαση στην ποικιλομορφία (π.χ. ως προς την εκπροσώπηση των φύλων και την επαγγελματική εμπειρία).
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί επιχειρησιακές πράξεις για να ζητήσει από τις τράπεζες να θεσπίσουν πολιτικές ποικιλομορφίας και να θέσουν στόχους που αφορούν την εκπροσώπηση των φύλων.
Στο μεταξύ, η αξιολόγηση των επιχειρηματικών μοντέλων δείχνει ότι οι περισσότερες τράπεζες εξακολουθούν να μην παράγουν αποδόσεις που υπερβαίνουν το κόστος του κεφαλαίου. Η κερδοφορία ανέκαμψε το 2021 αλλά παραμένει διαρθρωτικά χαμηλή συνολικά. Οι ανησυχίες των εποπτικών αρχών ως προς αυτό αφορούν πρωτίστως μακροχρόνια ζητήματα που προϋπήρχαν της πανδημίας, όπως μη ικανοποιητικά στρατηγικά σχέδια ή/και ανεπαρκής εκτέλεση τέτοιων σχεδίων.
Η συναίνεση για τη δημοσίευση αυτών των πληροφοριών δόθηκε από όλες τις τράπεζες που αποτέλεσαν αντικείμενο απόφασης SREP 2021.