Οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι εκλογικές αναμετρήσεις σε όλο τον κόσμο αυξάνουν τον κίνδυνο αρνητικών εκπλήξεων για τους επενδυτές και να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προειδοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι αγορές έχουν μέχρι στιγμής υιοθετήσει μια χαλαρή στάση απέναντι σε τέτοιες απειλές, αφήνοντάς τες εκτεθειμένες σε ξαφνικές μεταβολές του κλίματος σε περίπτωση σοκ, ανέφερε η κεντρική τράπεζα στην εξαμηνιαία Επισκόπηση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η οποία δημοσιεύθηκε την Πέμπτη 16/5. Προειδοποίησε επίσης ότι οι ψηφοφορίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε εθνικό επίπεδο αυξάνουν την αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία των δημόσιων οικονομικών.
«Το περιθώριο για δυσμενείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εκπλήξεις είναι αυξημένο και οι προοπτικές κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ παραμένουν αντίστοιχα εύθραυστες», ανέφερε στην έκθεση ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος. «Το κλίμα μπορεί να αλλάξει γρήγορα, όχι μόνο λόγω του γεωπολιτικού περιβάλλοντος και της τιμολόγησης για την τελειότητα, η οποία δημιουργεί το ενδεχόμενο μεγάλων αντιδράσεων της αγοράς σε απογοητευτικές ειδήσεις».
Ήπια προσγείωση της ευρωοικονομίας
Παρά το σκηνικό αυτό, οι πιθανότητες μιας ήπιας προσγείωσης στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί, καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί προς το 2% χωρίς βαθιά ύφεση ή έξαρση της ανεργίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεψε την Τετάρτη ότι η αύξηση των τιμών θα μετριαστεί ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, ενώ οι προοπτικές για οικονομική ανάκαμψη θα παραμείνουν άθικτες.
Αυτό σημαίνει ότι οι συνολικές απειλές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχουν υποχωρήσει σε σύγκριση με την τελευταία έκθεση πριν από έξι μήνες, δήλωσε η ΕΚΤ. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι τα ερωτηματικά σχετικά με τις κυβερνητικές πολιτικές και τις οικονομικές συνθήκες παραμένουν υψηλά.
Αυτό αντανακλάται στις απόψεις σχετικά με την πορεία των επιτοκίων της ΕΚΤ. Οι αξιωματούχοι δεν έχουν τολμήσει να δεσμευτούν για πολλά πέρα από μια πολύ πιθανή πρώτη μείωση τον Ιούνιο, επικαλούμενοι την ανάγκη να παραμείνουν εξαρτημένοι από τα εισερχόμενα δεδομένα.
«Η μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε να αυξηθεί σημαντικά, εάν ο πληθωρισμός αποκλίνει σημαντικά από τις προσδοκίες συναίνεσης, εάν η οικονομική ανάπτυξη αποδυναμωθεί ή εάν οι γεωπολιτικές συγκρούσεις κλιμακωθούν περαιτέρω», προειδοποίησε η ΕΚΤ.
Έντονη ανησυχία για τα δημόσια οικονομικά
Μια άλλη ανησυχία είναι τα δημόσια οικονομικά. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, τα δημοσιονομικά ελλείμματα που διευρύνθηκαν σημαντικά λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής στήριξης δεν περιορίζονται τόσο γρήγορα όσο πιστεύαμε προηγουμένως.
Ενώ επί του παρόντος απολαμβάνουν σχετικά ευνοϊκές συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα υψηλά επίπεδα χρέους καθιστούν τις κυβερνήσεις ευάλωτες σε εξωτερικούς κραδασμούς, εάν απαιτηθεί αύξηση των δαπανών, σύμφωνα με την ΕΚΤ. Εν τω μεταξύ, τα βαθιά ριζωμένα οικονομικά ζητήματα της ευρωζώνης περιπλέκουν την αντιμετώπιση αυτών των επιβαρύνσεων.
«Οι διαρθρωτικοί αντίξοοι άνεμοι στη δυνητική ανάπτυξη, από την αδύναμη παραγωγικότητα για παράδειγμα, αυξάνουν τις ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, καθιστώντας τα δημόσια οικονομικά πιο ευάλωτα σε δυσμενείς διαταραχές και αυξάνοντας τους κινδύνους για τις προοπτικές χρηματοπιστωτικής σταθερότητας», δήλωσε η ΕΚΤ.
Προειδοποίησε επίσης ότι οι σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες δοκιμάζουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που μέχρι στιγμής έχουν παραμείνει ανθεκτικές στην αύξηση του κόστους δανεισμού.
«Αυτό δεν θα πρέπει να αποτελέσει λόγο για εφησυχασμό, καθώς οι θύλακες ευπάθειας παραμένουν», δήλωσε ο ντε Γκίντος. Η ΕΚΤ ανησυχεί ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα και τις επιχειρήσεις με χαμηλότερη πιστοληπτική ικανότητα.
Οι προκλήσεις αυτές επιδεινώνονται από τις πρόσφατες αναταράξεις στον τομέα των ακινήτων, δήλωσε η ΕΚΤ, αν και αναμένει ότι η ύφεση «θα παραμείνει ομαλή».
Σε μια πιο θετική νότα, η ΕΚΤ ανέφερε ότι ακόμη και αν οι εταιρικές αφερεγγυότητες έχουν αυξηθεί σε επίπεδα πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα σε αρκετές χώρες, «οι αθετήσεις πληρωμών και τα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων παρέμειναν σχετικά χαμηλά».