Στη 10η συνεχόμενη αύξηση επιτοκίων προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία αποφάσισε να δράσει εκ νέου, παρά το γεγονός ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της σφιχτής νομισματικής πολιτικής αρχίζουν να αποτυπώνονται στην πραγματική οικονομία.
Συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες αναθεώρησαν κατά 25 μονάδες βάσης τα επιτόκια, με αποτέλεσμα το βασικό επιτόκιο να καθορίζεται στο 4,5% (από 4,25% προηγουμένως), το επιτόκιο καταθέσεων στο 4% (από 3,75% προηγουμένως) και το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης στο 4,75% (από 4,5% προηγουμένως).
Οπως τονίζεται στην ανακοίνωση ο πληθωρισμός εξακολουθεί να μειώνεται αλλά αναμένεται πάλι να παραμείνει σε πολύ υψηλό επίπεδο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Προκειμένου να ενισχυθεί η πρόοδος προς την επίτευξη αυτού του στόχου, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης.
Η σημερινή αύξηση των επιτοκίων αντανακλά την αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων, για τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και για την ένταση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τη ζώνη του ευρώ του Σεπτεμβρίου, ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί σε 5,6% το 2023, 3,2% το 2024 και 2,1% το 2025. Πρόκειται για προς τα πάνω αναθεώρηση για το 2023 και το 2024 και προς τα κάτω αναθεώρηση για το 2025. Η προς τα πάνω αναθεώρηση για το 2023 και το 2024 αντανακλά κυρίως μια ανοδική πορεία των τιμών της ενέργειας. Οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν υψηλές, παρόλο που οι περισσότεροι δείκτες έχουν αρχίσει να εξασθενούν. Οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ έχουν αναθεωρήσει ελαφρώς προς τα κάτω την προβλεπόμενη πορεία του πληθωρισμού χωρίς την ενέργεια και τα είδη διατροφής, κατά μέσο όρο σε 5,1% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,2% το 2025. Οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων τις οποίες είχε αποφασίσει το Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθούν να μεταδίδονται δυναμικά. Οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν γίνει πιο αυστηρές και επιδρούν ολοένα πιο περιοριστικά στη ζήτηση, κάτι που αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο. Λόγω της αυξανόμενης επίδρασης αυτής της αυστηροποίησης στην εγχώρια ζήτηση και ενός περιβάλλοντος όπου το διεθνές εμπόριο παρουσιάζει κάμψη, οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ μείωσαν σημαντικά τις προβολές τους για την οικονομική ανάπτυξη. Αναμένουν τώρα ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα μεγεθυνθεί κατά 0,7% το 2023, 1,0% το 2024 και 1,5% το 2025.
Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο. Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα διαμορφωθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα κρίνεται απαραίτητο. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα στοιχεία για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της κατάλληλης διάρκειας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στην αξιολόγηση που διενεργεί όσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική.
Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 4,50%, 4,75% και 4,00% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 20 Σεπτεμβρίου 2023.
Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP) και έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP)
Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Καθώς οι τράπεζες αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης και η συνεχιζόμενη αποπληρωμή τους συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διαφυλάξει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument - TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμίζει ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώνει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για τη σταθερότητα των τιμών.